τέρας
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
τό: gen. Ep. αος (not in Hom. or Hes.), Ion. εος Hdt.8.37: pl., nom. Ep.
A τέραα Od.12.394, Ion. τέρεα Hdt. l.c., τεράᾰτᾰ D.P.604, Q.S.5.43; τέρᾱ A.R.4.1410, but τέρᾰ Nic.Th.186; τέρα (quantity not stated) Att.acc. to Moer.p.369 P., cf.Ar.Ra.1343; gen. Ep. τεράων Il.12.229, τερέων Alc.155; Att. τερῶν acc. to Moer.l.c., Thom.Mag.p.348 R.; dat. Ep. τεράεσσι Il.4.398, al.; later τέρασι LXX De.26.8, al.: the forms τέρατ-ος, -ι, -α, -ων are Hellenistic, Moer.pp.366,369 P., Thom.Mag.p.348 R. (τέρατα LXX Ex.4.21, al., τεράτων ib.Ps.104 (105).27); gen. sg. τέρως v.l. in Paus.10.26.3: lengthd. metri gr. τείρεα Il.18.485 (= IG42(1).129.9), Arat.692, A.R. 3.1362; τείρεσιν h.Mart.7; later τείρεσσι IG14.2461.11 (Massilia):— sign, wonder, marvel, portent, ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τ. Ζεύς Il.2.324; ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τ. Od.3.173; τοῖσιν . . θεοὶ τέραα προὔφαινον 12.394; τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς 21.415; Ζεὺς δ' Ἔριδα προΐαλλε... πολέμοιοτ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν a sign of coming battle, Il.11.4; esp. of signs in heaven, ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς... ναύτῃσι τ. 4.76; ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων 11.28, cf. 17.548; and with pass. Verbs, τ. φανήτω Od.20.101:—so always when the first syll. is lengthd., v. supr.:—also in Prose, ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται Hdt.4.28, cf. 6.98; τ. πέμπειν X.Mem. 1.4.15; ἐφάνη Hdt.7.57; ἐπιγίνεταί σφι τέρεα Id.8.37, cf. Hes.Th. 744, Pi.O.13.73, etc.; freq. in NT, σημεῖα καὶ τέρατα Ev.Marc.13.22, al. II in concrete sense, monster, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, of the Gorgon's head, Il.5.742; of a serpent, 12.209, h.Ap.302; δάϊον τ., of Typhoeus, A.Pr.354; ἀπρόσμαχον τ., of Cerberus, S.Tr.1098; οὔρειον τ., of the Sphinx, E.Ph.806 (lyr.); ταῦρον, ἄγριον τ. Id.Hipp. 1214, cf. 1247; ὅλον τ. ὀπτήσας . . βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Antiph. 172.7 (anap.), cf. Epicr.3.13; used by Cicero of Caesar, Att.8.9.4. 2 monstrous birth, monstrosity, Pl.Cra.393b, 394a, Aeschin.3.111, Arist.GA769b30, 773a3, Vett.Val.341.13; ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τ. A. Ch.548. III in colloquial language, τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν Pl.Hp.Ma.283c, cf. Tht.163d; τέρας λέγεις, εἰ . . Id.Men.91d; 'a marvel' of a cup, Theoc.1.56: pl., of incredible statements, Phld. Mus.p.74 K.
German (Pape)
[Seite 1092] ατος, ep. αος, τό, nom. plur. τὰ τέρατα, ep. τέραα, Od. 12, 394, auch τεραατα, D. Per. 604, u. τέρα, Ap. Rh. 4, 1410, gen. τερῶν, ep. τεράων, Hom., wie dat. τεράεσσι, – Zeichen, Wunderzeichen, Vorzeichen, von jeder außerordentlichen, nicht im gewöhnlichen Laufe der Natur begründeten Naturerscheinung, in der man eine Hindeutung auf die Zukunft, ein Zeichen eines Gottes zu erkennen meint, portentum u. prodigium; αἰόλον ὄφιν, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο, Il. 12, 209; εἰ ἐτεόν γέ τι οἶσθα Διὸς τέρας, Od. 16, 320; ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας Ζεύς, Il. 2, 324, vgl. 4, 76; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τέρας μερόπων ἀνθρώπων, 11, 28, vgl. 17, 548; ἔκτοσθεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω, Od. 20, 101, wo ein Donnerschlag bei heiterm Himmel folgt; vgl. 21, 415, von einem Seher gerühmt θεοπρόπος, ὃς σάφα θυμῷ είδείη τεράων, Il. 12, 229; θεῶν τεράεσσι πιθήσας, 4, 398 u. öfter; τέρας πολέμοιο, das Schreckenszeichen des nahe bevorstehenden Kampfes, 11, 4; vgl. Hes. Th. 744; παρκείμενον συλλαβὼν τέρας, Pind. Ol. 13, 73; ἔννεπε τέρας, 8, 41; τέρας θαυμάσιον ἰδέσθαι, P. 1, 26; Aesch. Prom. 834 nennt die weissagenden Eichen Dodona's so; φῆναι τέρας, Her. 6, 98; τέρας φαίνεται, 7, 57; τέρας γίγνεται, 8, 37; Soph. El. 487 u. öfter; Ar. Ran. 1338; Sp., τέρατα μεγάλα ἐπεσήμαινεν, Luc. V. H. 2, 41. – Bes. ein ungewöhnlich großes, furchtbares Thier, ein Unthier, Ungeheuer, wie die Schlange, Il. 12, 209 H. h. Apoll. 302, die Sphinx, Eur. Phoen. 813 Hipp. 1214; vgl. Aesch. Prom. 352 Ch. 541; der Kerberus heißt ἀπρόσμαχον τέρας, Soph. Tr. 1086; Eur. oft. – Eine Mißgeburt, Aesch. 3, 111; vgl. Plat. Crat. 393 b ff. – Bes. Himmelszeichen, sowohl Sterne, als feurige Lufterscheinungen, Il. 4, 76, auch der Regenbogen, 11, 27. 17, 547 (vgl. τείρεα). – Uebh. jede wundervolle Sache, Wunderwerk, aber auch eine wunderbar erscheinende Gaukelei, Blendwerk; οὐ τέρας, kein Wunder, nicht zu verwundern, Ar.; τέρας γὰρ ἂν εἴη, ὃ λέγεις, Plat. Theaet. 163 d; 164 b; τέρας λέγεις, εἰ, Men. 91 d, wie τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν, Hipp. mai. 283 c.
Greek (Liddell-Scott)
τέρας: τό· γεν. ατος, Ἐπικ. αος, Ἰων. εος Ἡρόδ. 8. 37· - πληθ., ὀνομ. τέρᾰτᾰ, Ἐπικ. τέραα Ὀδ. Μ. 394, Ἰων τέρεα Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., τέράᾰτᾰ Διον. Π. 604· τέρᾱ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1410· ἀλλὰ τέρᾰ Νικ. Θηρ. 186· γενικ. τερῶν, Ἐπικ. τεράων Ἰλ. Μ. 229, τερέων Ἀλκαῖ. 149· δοτικ. τέρασι, Ἐπικ. τεράεσι Ἰλ. Δ. 398, κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐν τέλει). Σημεῖον σπάνιον, ἀσύνηθες φαινόμενον, μετέωρον, θαῦμα, ἐπὶ παντὸς φαινομένου ἢ γεγονότος, ἐν οἷς οἱ ἄνθρωποι ἐπίστευον ὅτι διέβλεπον τὸν θεῖον δάκτυλον καὶ ἀνεγίνωσκον τὸ μέλλον, Λατ. portentum, prodigium, αἰγιόχοιο ἡμῖν μὲν τόδ’ ἔφηνε τ. Ζεὺς Ἰλ. Β. 324· ᾐτέομεν δὲ θεὸν φαίνειν τ. Ὀδ. Γ. 173· τοῖσιν... θεοὶ τέραα προὔφαινον Μ. 394· τέρας ἧκε Κρόνου παῖς Φ. 415· Ζεὺς δ’ Ἔριδα προέηκε..., πολέμοιο τ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν, σημεῖον ἐπερχομένου πολέμου, Ἰλ. Λ. 4· μάλιστα ἐπὶ σημείων ἐν τῷ οὐρανῷ (πρβ. τεῖρος), ἀστέρα ἧκε Κρόνου παῖς…, ναύτῃσι τ. Δ. 76· ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφει στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων Λ. 28, πρβλ. Ρ. 548· καὶ μετὰ παθητ. ῥημάτων, τ. φανήτω Ὀδ. Υ. 101· - οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 28., 6. 98· τ. πέμπειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 15· φαίνεται Ἡρόδ. 7. 57· τ. γίγνεται ὁ αὐτ. 8. 37, πρβλ. Ἡσ. Θ. 744, Πινδ. Ο. 13. 103, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ συγκεκριμένης ἐννοίας, πᾶν τὸ θεωρούμενον ὡς μέγα, ἀσύνηθες καὶ οὐχὶ γήϊνον, φοβερόν, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Ἰλ. Ε. 742· ἐπὶ ὄφεως, Μ. 209, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 302· δάϊον τ., ἐπὶ τοῦ Τυφωέως, Αἰσχύλ. Πρ. 352· ἀπρόσμαχον τ., ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1098· οὔρειον τ., ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 806· ταῦρον, ἄγριον τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1214, πρβλ. 1247· ὅλον τ. ὀπτήσας... βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1. 7, πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 13. 2) γέννημα τερατῶδες, «τέρας», Πλάτ. Κρατ. 393Β, 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 30., 4. 4, 34, κ. ἀλλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 548. ΙΙΙ. ἐν τῇ συνήθει τῶν διαλόγων γλώσσῃ, τέρας λέγεις καὶ θαυμαστὸν Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 283C, πρβλ. Θεαίτ. 163D· τέρας λέγεις, εἰ... ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 91D. (Πρβλ. τεῖρος (τείρεα), καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἀστήρ).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. signe envoyé par les dieux, particul. signe extraordinaire, présage effrayant, prodige : τέρας Διός IL signe effrayant envoyé par Zeus ; τέρας πολέμοιο IL prodige qui annonce une guerre ; spécial. signe céleste, météore;
II. chose monstrueuse, particul.
1 animal monstrueux;
2 toute chose prodigieuse, étonnante.
Étymologie: apparenté à ἀστήρ, th. ἀστερ-.
English (Autenrieth)
ατος and αος (cf. τεῖρος, ἀστήρ): prodigy, portent, omen, found in some manifestation of nature, such as thunder, lightning, the rainbow. τέρας Διός, ‘sent by Zeus,’ Il. 12.209 ; ἀνθρώπων, ‘for men,’ Il. 11.28; of a monster, the Gorgon, Il. 5.742.
English (Slater)
τέρας (-ας nom., acc.)
a marvellous happening, omen ἔννεπε δ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι (sc. Εὐξάντιος: “das ihm gewordene Wunderzeichen müsste die alleinige Erhaltung seines Hauses sein, die seinen Entschluss bestimmt,” Wil.) Πα. . 3. τέρας ὑπνα[λέον” (i. e. the dream of Hekabe concerning the fall of Troy, v. τίκτω) Πα. 8A. 24. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις παγκοινον τέρας (the eclipse of the sun at Thebes) (Pae. 9.10)
b miraculous object, marvel παρκείμενον δὲ συλλαβὼν τέρας (a bridle) (O. 13.73) τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, (Etna in eruption) (P. 1.26) χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας (Delos) fr. 33c. 3.
e frag. ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9.