ἱερεύς
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
[ῐ], έως, Ion. -ῆος, Cypr.
A -ῆϝος Inscr.Cypr.59 H., ὁ, Att. pl. ἱερῆς: gen. sg. and pl. written ἱερείως, ἱερείων, PStrassb.83.2,9 (ii B.C.):—Ion. nom. ἱρεύς Il.5.10, 16.604, Od.9.198: Dor. ἱᾰρεύς IG 4.1182, al. (gen. ἰαρέος ib.1580); acc. pl. τὸς ἱαρές Schwyzer 236 (Cyrene); nom. pl. οἱ ἱαρές ibid.; nom. sg. ἱαρές GDI4846 (Cyrene):— also ἱέρεως (Att. and proparox. acc. to Choerob. in Theod.1.253) SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.); gen. ἱέρεω IPE12.32A23, al. (Olbia, iii B.C.); dat. ἵρεῳ Schwyzer692 (Chios, v. B.C.); acc. ἱέρεω Milet. 1(7).203b3 (ii B.C.): ἱερής IG5(2).115.1 (Tegea, iv/iii B.C.), cf. Inscr.Cypr.100 H.:—Arc. ἱαρής IG5(2).13.10 (iii B.C.): acc. ἱερήν ib.3.1 (Tegea, iv B.C.): (ἱερός):—priest, sacrificer, diviner, Il.1.62, 16.604, Pi.P.2.17, Hdt.2.2, And.1.124, etc.; ἐφ' ἱερέως, as a date, SIG332.1 (Potidaea, iv/iii B.C.), etc. (freq. unaspirated, ἐπ' ἰερέως IG12(1).890, etc. (Rhodes)); of the Jewish High Priest, D.S.34/5.1; ἱ. ὁ μέγας LXXLe.21.10, Ph.2.591; ἱ. ὁ χριστός LXXLe.4.5; at Rome, = pontifex, Mon.Anc.Gr.6.9; ἱ. ὁ μέγιστος, = pont. maximus, D.S.27.2. 2 metaph., ἱ. τις ἄτας a minister of woe, A.Ag.735 (lyr.); comically, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar.Nu.359; ἱ. Διονύσου, of a winebibber, Eup.19; ἱ. φιλοσοφίας Lib.Or.52.42.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, ion. u. auch ep. ἱρεύς, der Priester, der die Opfer besorgt u. zugleich in den ältesten Zeiten aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagt, Il. 1, 62. 14, 221, in der ion. Form, Διὸς ἱρεὺς Ιδαίου, 16, 604, wie Od. 9, 197; Pind. I. 2, 17; Aesch. Ag. 717; Soph. O. R. 18; in Prosa, Plat. u. Folgde. Uebertr., ἀρετῆς ἱερεύς Ath. V, 211 b; komisch ὦ λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar. Nubb. 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. ἱερῆς· Ἰων. ὀνομ. ἱρεὺς Ἰλ. Ε. 10, Π. 604, Ὀδ. Ι. 198 καὶ Ἡρόδ.· Δωρ. ἱαρεὺς Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1178, αἰτ. πληθ. τὸς ἱερὲς = τοὺς ἱερέας, Ἐπιγρ. Κυρ. αὐτόθι 5131, πρβλ. 5144· ὡσαύτως ἱέρεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 23· «τὸ δὲ ἱέρεως τὸν ἱερέα σημαίνει· ἱέρεως γὰρ παρ’ αὐτοῖς (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) ὁ ἱερεὺς» Α. Β. 1197· ἱέρης Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 27 καὶ 30· (ἱερός): - ὁ τὰς θυσίας ἐπιτελῶν ἱερεύς, θύτης, εἰς ὃν καὶ ἡ ἐκ τῶν σπλάγχνων τοῦ θύματος μαντεία ἀνῆκεν, Ἰλ. Α. 62, Π. 604, Πινδ. Π. 2. 31, Ἡρόδ., Ἀνδοκίδ. 16. 32· ἐπ’ ἱερέως τοῦ δεῖνα, ὡς χρονολογία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 1., 5483, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., ἱερεύς τις ἄτης, λειτουργὸς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 735· καὶ κωμικῶς, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 359· ἱερεὺς Διονύσου, «Εὔπολις Αἰξὶν (Ἀποσπ. 19), Ἱππόνικον σκώπτων, ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
prêtre ; fig. ἱερεὺς ἄτας ESCHL prêtre ou ministre du malheur.
Étymologie: ἱερός.
English (Autenrieth)
ῆος: priest, in charge of the sacrifices to some special god, also soothsayer, Il. 11.23.
English (Slater)
ῐερεύς
1 priest Κινύραν ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας (P. 2.17)
English (Strong)
from ἱερός; a priest (literally or figuratively): (high) priest.
English (Thayer)
ἱερέως, ὁ (ἱερός) (from Homer down), Hebrew כֹּהֵן, a priest; one who offers sacrifices and in general is busied with sacred rites;
a. properly, of the priests of the Gentiles, Hebrews 7:(L T Tr WH), the high priest, R G (Josephus, Antiquities 6,12, 1); and in the same sense Christ is called ἱερεύς in ἱερεύς μέγας, ἀρχιερεύς, 3) (others take the adjective here not as blending with ἱερεύς into a technical or official appellation, but as descriptive, great; cf. Revelation 5:9.