συγκινέω
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
A stir up or excite, Plb.15.17.1, Act.Ap.6.12; stir up a mixture, Gal.13.1041:—Pass., move along with or together, Arist.Top. 113a30, Pr.921b28, Gal.16.520, etc.; σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Plu.2.704d; τὸ συγκεκινημένον sympathetic emotion, Longin.15.2; συγκεκ. λόγοι Id.29.2. II apparently intr., Arist.Pr.949a19 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 967] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῑνέω: κινῶ ὁμοῦ, συγκινῶ ἢ συνταράσσω, Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ συγκίνησις, Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mouvoir ensemble ; Pass. se mouvoir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, κινέω.
English (Strong)
from σπαράσσω and κινέω; to move together, i.e. (specially), to excite as a mass (to sedition): stir up.
English (Thayer)
συγκίνω: 1st aorist 3rd person plural συνεκίνησάν; to move together with others (Aristotle); to throw into commotion, excite, stir up: τόν λαόν, Polybius, Plutarch, Longinus, others.)