οἰκοδομέω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
fut. -ήσω : aor. ᾠκοδόμησα (not οἰκ- in Att.) : pf.
A ᾠκοδόμηκα Pl.Grg.514b : but later Att. pf. Pass. οἰκοδομημένοι IG22.1627.398 :—build a house : generally, build, νεὼν καὶ βωμόν ib.12.24.13 ; νηόν Hdt.1.21 ; οἰκίας ib.114 ; γέφυραν ib.186 ; πυραμίδας Id.2.101, cf. Telecl.42 ; [αἱ μέλιτται] οἰ. τὰ κηρία Arist.HA623b27 : abs., Pl.Chrm.161e, 165d :—also in Med., οἰκοδομέεσθαι οἴκημα build oneself a house, have it built, Hdt.2.121.α', cf. 148 ; νεωσοίκους And.3.7 ; τείχη Th.7.11 ; οἰκίας Pl.R.372a, etc. : —Pass., to be built, Hdt.2.126, 127 ; τὰ -ούμενα Arist.GA730b8. b generally, fashion, καταπέτασμα LXX 3 Ki.6.36. 2 metaph., build or found upon, ἔργα ἐπί τι X.Cyr.8.7.15 ; οἰ. τέχνην ἔπεσιν Ar.Pax 749. 3 metaph., build up, edify, IEp.Cor.8.1, 10.23, etc. ; οἰ. εἰς τὸν ἕνα IEp.Thess.5.11 : but also in bad sense, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened, IEp.Cor.8.10 ; cf. ἀνοικοδομέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ᾠκοδόμησα (οὐχὶ οἰκ- παρ’ Ἀττ.), Φρύνιχ. 153. Ὡς καὶ νῦν, κτίζω οἶκον· καθόλου, κτίζω, κατασκευάζω, νηόν, οἰκίαν, γέφυραν, λαβύρινθον, πυραμίδα, τεῖχος Ἡρόδ. 1. 21., 114, 186., 2. 101, κ. ἀλλ.· αἱ μέλιτται οἰκ. τὰ κηρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· ἀπολ., Πλάτ. Χαρμ. 161Ε, 165D· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οἰκοδομοῦμαι οἴκημα, κτίζω δι’ ἐμαυτὸν ἢ βάλλω νὰ κτίσωσι δι’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. 148· νεωσοίκους Ἀνδοκ. 24. 21· τείχη Θουκ. 7. 11· οἰκίας Πλάτ., κτλ.· ― Παθ., οἰκοδομοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 126, 127· τὰ οἰκοδομούμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 22, 2. 2) μεταφ., κτίζω ἢ θεμελιῶ ἐπί τινος, ἔργα ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15· οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 749. 3) μεταφ., ὡσαύτως καταρτίζω, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 1, ι΄, 23, κτλ.· οἰκοδ. εἶς τὸν ἕνα Α΄ πρ. Θεσ. ε΄, 11· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω θάρρος, παρακινοῦμαι, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, θὰ λάβῃ θάρρος νὰ..., Α΄ πρ. Κορινθ. η΄, 10· πρβλ. ἀνοικοδομέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. inus., ao. ᾠκοδόμησα, pf. ᾠκοδόμηκα;
1 bâtir une maison;
2 p. ext. bâtir, construire, édifier, acc.;
Moy. οἰκοδομέομαι-οῦμαι bâtir ou construire pour soi, acc..
Étymologie: οἰκοδόμος.
English (Strong)
from the same as οἰκοδομή; to be a house-builder, i.e. construct or (figuratively) confirm: (be in) build(-er, -ing, up), edify, embolden.
English (Thayer)
(οἰκοδόμος) ὀικοδομου, ὁ (οἶκος, δέμω to build; cf. οἰκονόμος), a builder, an architect: L T Tr WH. (Herodotus, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)