αδιάκριτος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος
2. (εττίρρ.) αδιακρίτως
δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος, αναιδής, αγενής
2. το ουδ. ως ουσ. το αδιάκριτο
η αδιακρισία
μσν.
1. αυτός που δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀδιάκριτον
απερισκεψία, επιπολαιότητα
αρχ.
1. ανάμικτος, ετερόκλητος, συγκεχυμένος, μπερδεμένος
2. ακατανόητος, ακατάληπτος
3. αναποφάσιστος
4. αχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διακριτός < διακρίνω.
ΠΑΡ. ἀδιακρισία.