εὐλογητός

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλογητός Medium diacritics: εὐλογητός Low diacritics: ευλογητός Capitals: ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: eulogētós Transliteration B: eulogētos Transliteration C: evlogitos Beta Code: eu)loghto/s

English (LSJ)

εὐλογητή, εὐλογητόν, blessed, ib.Ge.9.26,al., Ph.1.453, Ev.Luc. 1.68, Ep.Rom.1.25, etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
béni.
Étymologie: εὐλογέω.

German (Pape)

gelobt, gepriesen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐλογητός: благословенный NT.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογητός: -ή, -όν, εὐλογημένος, Φίλων 1. 453, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 68, Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 25, κτλ.

Spanish

alabado

English (Strong)

from εὐλογέω; adorable: blessed.

English (Thayer)

εὐλογητόν (εὐλογέω), the Sept. for בָּרוּך, a Biblical and ecclesiastical word; blessed, praised, Vulg. benedictus: applied to God, Winer's Grammar, 551 (512 f); Romans, the passage cited by Professors Dwight and Abbot in the Journal of the Society for Biblical Literature, etc. i., pp. 22-55,87-154 (1882)); Buttmann, § 129,22Rem. (contra, Winer's Grammar, 586 (545); Meyer on ὁ εὐλογητός, of God: εὐλογητός and εὐλογημένος is thus stated by Philo (de migr. Abr. § 19,1:453 Mang.): εὐλογητός, οὐ μόνον εὐλογημένος ... τό μέν γάρ τῷ πεφυκεναι, τό δέ τῷ νομίζεσθαι λέγεται μόνον ... τῷ πεφυκεναι εὐλογίας ἄξιον ... ὅπερ εὐλογητόν ἐν τοῖς χρησμοις ά᾿δεται. Cf. Αὐλογητός is applied to men in Ruth 2:20; Judith and Tobit as above etc. See Prof. Abbot's careful exposition as above, p. 152f.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐλογητός, -ή, -όν) ευλογώ
ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ' ἀρετὴν ζῆν», Ευστ.
β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν)
η απαγγελία από τον ιερέα τών εναρκτήριων προσευχών της λειτουργίας που αρχίζουν με τις λέξεις («εὐλογημένη ἡ βασιλεία...»).

Greek Monotonic

εὐλογητός: -ή, -όν, ευλογημένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὐλογητός, ή, όν
blessed, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙloghtÒj 由-羅給拖士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:好—放置(說了) 相當於: (בָּרַךְ‎)
字義溯源:可稱頌的,當稱頌者,稱頌的,頌讚的,蒙福的;源自(εὐλογέω / κατευλογέω)=祝福);由(εὖ / εὖγε)=好)與(λόγος)=話)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。可稱頌的,這字總是用在神身上,稱基督為:那當稱頌者的兒子( 可14:61)
出現次數:總共(8);可(1);路(1);羅(2);林後(2);弗(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 可稱頌的(2) 羅1:25; 羅9:5;
2) 願頌讚(1) 弗1:3;
3) 頌讚(1) 彼前1:3;
4) 被稱頌的(1) 林後11:31;
5) 是可稱頌的(1) 林後1:3;
6) 是應當稱頌的(1) 路1:68;
7) 當稱頌者(1) 可14:61

Léxico de magia

-όν alabado de Horus-Harpócrates εὐ. ἐν θεοῖς πᾶσι καὶ ἀγγέλοις καὶ δαίμοσι, ἐλθὲ καὶ φάνηθί μοι, θεὲ θεῶν, Ὧρε Ἁρποκράτα alabado entre todos los dioses, ángeles y démones, ven y muéstrate a mí, dios de dioses, Horus-Harpócrates P IV 998