κοσμοκράτωρ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ,
A lord of the world, epithet of οὐρανός, Orph.H.4.3; Ζεὺς Μίτρας Ἥλιος κ. Not.Scav.1912.323 (Rome).
2 of the Emperors, IG14.926, Sammelb.4275, cf. Ptol.Tetr.175, Heph.Astr.1.1.
3 Astrol., ruler of the κόσμος, i.e. planet, Id.in Cat.Cod.Astr.6.68, Vett.Val.171.6; οἱ ἑπτὰ κ. Dam.Pr.131; οἱ κ. τοῦ σκότους τούτου the cosmic rulers of this sinful world, Ep.Eph.6.12; οἱ κ. οἱ τὰ ὑπὸ σελήνην στοιχεῖα διοικοῦντες Iamb.Myst.2.3.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
maître du monde.
Étymologie: κόσμος, κρατέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμοκράτωρ -ορος, ὁ [κόσμος, κρατέω] vorst der wereld:. οἱ κ. τοῦ σκότους τούτου de heersers van die duisternis NT Eph. 6.12.
German (Pape)
ορος, ὁ, der Weltbeherrscher, Weltregierer, Orph. H. 4.3 und andere Spätere, bes. K.S.
Russian (Dvoretsky)
κοσμοκράτωρ: ορος ὁ владыка мира (сего) NT.
Spanish
señor del universo, dominador del cosmos, señor
English (Strong)
from κόσμος and κρατέω; a world-ruler, an epithet of Satan: ruler.
English (Thayer)
κοσμοκρατορος, ὁ (κόσμος and κρατέω), lord of the world, prince of this age: the devil and demons are called in plural οἱ κοσμοκρατορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος (but critical editions omit τοῦ αἰῶνος) τούτου (R. V. the world-rulers of this darkness), ἄρχων. (The word occurs in the Orphica, 8,11; 11,11; in ecclesiastical writings of Satan; in rabbinical writings כּוזְמוקְרָטור is used both of human rulers and of the angel of death; cf. Buxtorf, Lex. talm. et rabb., p. 2006 (p. 996, Fischer edition).)
Greek Monolingual
κοσμοκράτωρ, -ορος, ὁ (ΑM)
βλ. κοσμοκράτορας.
Greek Monotonic
κοσμοκράτωρ: -ορος, ὁ (κρατέω), ο άρχοντας του κόσμου, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοκράτωρ: -ορος, ὁ, τοῦ κόσμου ἐξουσιαστής, δεσπότης, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 3· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5892· ― παρ’ Ἐκκλησ., ἐπὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐκ τῆς πρὸς Ἐφεσ. Ἐπιστ. ς΄, 12.
Middle Liddell
κοσμο-κράτωρ, ορος, κρατέω
lord of the world, NTest.
Chinese
原文音譯:kosmokr£twr 可士摩-克拉拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:系統-握住(者)
字義溯源:世界統治者(撒但),管轄,管轄世界的;由(κόσμος)*=世界)與(κρατέω)=用力氣,意即捉住或保持)組成;其中 (κρατέω)出自(κράτος)*=活力,權力)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 管轄⋯世界的(1) 弗6:12
Mantoulidis Etymological
(=ἐξουσιαστής τοῦ κόσμου). Ἀπό τό κόσμος + κρατῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κόσμος καί στό κρατῶ.
Léxico de magia
ὁ 1 señor del universo, dominador del cosmos ref. a la divinidad suprema ὕμνησά σου τὸ αὐθεντικὸν ὄνομα καὶ ἅγιον, κύριε, ἔνδοξε, κ. he alabado con himnos tu nombre auténtico y sagrado, señor, glorioso, señor del cosmos P XIII 638 ref. a Helios ὁ χρυσαυγής, ὁ πυρὶ καταλάμπων τῆς νυκτός, ἄλκιμος ἄλκιμος κ. el de dorados destellos, el que ilumina la noche con fuego, poderoso, poderoso señor del universo P III 135 ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγιστον θεόν, ἀέναον κύριον, κοσμοκράτορα a ti te invoco, el dios más grande, eterno señor, dominador del cosmos P IV 1599 P IV 2198 ref. a Hermes Ἑρμῆ κ., ... λόγων ἀρχηγέτα γλώσσης Hermes, señor del universo, creador de las palabras de la lengua P V 400 P XVIIb 1 ref. a Sarapis ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἅγιε, πολυύμνητε, μεγαλότιμε, κ., Σάραπι te invoco a ti, señor, sagrado, muy alabado con himnos, grandemente honrado, señor del universo, Sarapis P XIII 619 2 en general señor de seres indefinidos αἱ ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι καὶ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους, ... μὴ ἰσχύσωσι κατὰ τῆς εἰκόνος que los Principados y Potencias y los señores de las tinieblas no tengan fuerza contra esta imagen C 13 15