μίσθιος
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
α, ον,
A salaried, hired, Plu.Lyc.16, AP6.283; λινόϋφος μίσθιος Sammelb.4299.14 (iii A. D.).
II Subst. μίσθιος, ὁ, hired labourer, servant, LXX Le.19.13 (v.l.), PCair.Zen.378.14 (pl., iii B. C.), Supp.Epigr.2.569.28, 4.447.45 (Didyma, ii B.C.), Ev.Luc.15.17, PAmh.2.92.19 (unless = tenant) (ii A. D.): in plural, mercenaries, J.BJ5.2.1.
German (Pape)
[Seite 190] besoldet, gemiethet, Lohnarbeiter, Plut. Lyc. 16; auch μίσθια πηνίσματα κρούει, d. i. sie webt für Geld, Ep. ad. 82 (VI, 283).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
pris à gages, salarié, mercenaire.
Étymologie: μισθός.
Russian (Dvoretsky)
μίσθιος:
Iизготовляемый за плату, оплачиваемый по найму (πηνίσματα Anth.).
II ὁ наемный рабочий, наемник Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μίσθιος: -α, -ον, μεμισθωμένος, μισθωτός, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, Ἀνθ. Π. 6. 283, Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from μισθός; a wage-earner: hired servant.
English (Thayer)
μισθια, μίσθιον, also of two terminations (cf. Winer's Grammar, § 11,1) (μισθός), employed for hire, hired: as a substantive (A. V. hired servant), WH in brackets) (the Sept. for שָׂכִיר, Anth. 6,283, 3 Plutarch).
Greek Monolingual
-ία, -ιο (ΑΜ μίσθιος, -ία, -ιον) μισθός
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ' ὠνηταῖς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῖς ὁ Λυκοῦργος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μίσθιο
κάθε κινητό ή ακίνητο το οποίο ενοικιάζεται
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μίσθιος
μισθωτός υπηρέτης, δούλος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μίσθιοι
οι μισθοφόροι.
Greek Monotonic
μίσθιος: -α, -ον (μισθός), μισθωμένος, μισθωτός εργαζόμενος, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Middle Liddell
μίσθιος, η, ον μισθός
salaried, hired, Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:m⋯sqioj 米士提哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:雇用的 相當於: (שָׂכִיר)
字義溯源:工資賺取者,雇工;源自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 雇工(2) 路15:17; 路15:19
Translations
labourer
Aghwan: 𐕌𐕒𐕡𐔽𐔰𐕄; Albanian: argat; Arabic: عَامِل, عَامِلَة; Armenian: բանվոր; Azerbaijani: işçi, fəhlə, zəhmətkeş; Bulgarian: общ работник; Catalan: obrer; Chinese Mandarin: 勞動者/劳动者, 工人; Czech: dělník; Danish: arbejder, arbejdsmand, landarbejder; Dutch: arbeider; Estonian: tööline; Finnish: työntekijä, työläinen; French: ouvrier; Georgian: მუშა, მუშაკი; German: Arbeiter; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌰; Greek: εργάτης, δουλευτής; Ancient Greek: ἀγγαρευτής, δρήστειρα, δρηστήρ, ἐργάτης, ἐργάτις, θής, μίσθιος, πενέστης, πένης; Gujarati: મજુરિ; Hungarian: munkás, kétkezi/fizikai munkás, segédmunkás; Indonesian: buruh; Irish: sclábhaí; Italian: lavoratore, operaio; Kurdish Central Kurdish: کرێکار; Latin: cerdo, operarius; Malay: buruh; Manx: obbree; Maori: poroteke, ihu oneone; Mongolian: үйлдвэрчин; Occitan: obrièr; Polish: robotnik; Portuguese: operário, trabalhador, obreiro; Romanian: lucrător, muncitor; Russian: чернорабочий, рабочий; Scottish Gaelic: obraiche; Serbo-Croatian: rȃdnīk, rȃdnica; Sicilian: lavuraturi, lavureri; Spanish: trabajador, obrero, currito; Swedish: arbetare, kroppsarbetare; Thai: กรรมกร; Tocharian B: kapyāre; Udi: ашбал, аьшбал; Urdu: مزدور; Volapük: voban, hivoban, jivoban