μαγεία
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
ἡ,
A theology of the Magians, μαγεία ἡ Ζωροάστρου Pl.Alc.1.122a.
II magic, Thphr. HP 9.15.7 (pl.), Act.Ap.8.11 (pl.), PMag.Berol.1.127, etc.; τὴν γοητικὴν μαγείαν οὐδ' ἔγνωσαν [οἱ μάγοι] Arist. Fr.36.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 religion des mages;
2 magie, sorcellerie.
Étymologie: μάγος.
German (Pape)
ἡ, eigtl. die Gelehrsamkeit und der Gottesdienst der Magier bei den Persern, θεῶν θεραπεία, Plat. Alc.I, 122a; Zauberei, Magie, Kunst od. Betrügerei des Magiers, καὶ γοητεῖαι, Plut. Superst. 12; nach Schol. Il. 1.81 ist μαγεία das Anrufen, Beschwören guter Götter zu einem guten Zwecke, γοητεία böser zum bösen Zwecke.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγείᾱ: ἡ
1 магия, учение магов (μ. ἡ Ζωροάστρου Plat.);
2 (тж. ἡ γοητικὴ μ. Arst.) колдовство, ворожба (ταῖς μαγείαις ἐξεστηκέναι τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεία: ἡ, (μαγεύω) ἡ θεολογία τῶν μάγων, μ. ἡ Ζοροάστρου Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Α. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 7, κτλ.· τὴν γοητικὴν μ. οὐδ’ ἔγνωσαν οἱ μάγοι Ἀριστ. Ἀποσπ. 31.
Spanish
English (Strong)
from μαγεύω; "magic": sorcery.
Greek Monolingual
η (AM μαγεία, Μ και μαγειά) μαγεύω
η μαγική τέχνη, τα μάγια, η χρησιμοποίηση φίλτρων, φαρμάκων, μαγγανειών, επωδών και άλλων μυστηριωδών μεθόδων ή μέσων, με σκοπό την πρόκληση υπερφυσικής ενέργειας τών μυστικών δυνάμεων της φύσης πάνω στον άνθρωπο
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί εξαίσιο που προκαλεί μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση, γοητεία, απόλαυση («η βραδιά είναι μαγεία»)
2. φρ. α) «μαύρη μαγεία» — μαγεία με επίκληση κακοποιών, διαβολικών δυνάμεων για την πρόκληση κακού
β) «λευκή μαγεία» — η τέχνη της δημιουργίας ευνοϊκών αποτελεσμάτων, τα οποία φαινομενικά είναι θαυμαστά και μυστηριώδη, στην πραγματικότητα όμως οφείλονται σε φυσικά αίτια
γ) «ως διά μαγείας» — αιφνίδια, απροσδόκητα, σαν από υπερφυσική δύναμη
μσν.
κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό, μαγική ενέργεια, μάγια
αρχ.
η θεολογία και η θεολατρία τών μάγων («ὧν ὁ μὲν μαγείαν τε διδάσκει τὴν Ζωροάστρου», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μᾰγεία: ἡ (μαγεύω), η θεολογία των Μάγων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μᾰγεία, ἡ, μαγεύω
the theology of the Magians, Plat.
Chinese
原文音譯:mage⋯a 馬給阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:魔術,眾多
字義溯源:魔術,巫術,邪術;源自(μαγεύω)=行邪術),而 (μαγεύω)出自(μάγος)=魔術師)。參讀 (μαγεύω)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 邪術(1) 徒8:11
Léxico de magia
ἡ magia ὦ μακάριε μύστα τῆς ἱερᾶς μαγείας oh feliz iniciado en la sagrada magia P I 127 ἐπιδεικνύμενος τὴν δύναμιν τῆς θείας αὑτοῦ μαγείας mostrando la fuerza de su magia divina P IV 2449 P IV 2453 SM 95re 13 (fr. lac.)
Translations
magic
Afrikaans: toorkuns, toordery; Albanian: magji; Arabic: سِحْر; Egyptian Arabic: سحر; Armenian: մոգություն, կախարդություն; Assamese: যাদু, ভেলেকী; Azerbaijani: sehr, sehrbazlıq; Baluchi: جاتو, جادو, سحر; Bashkir: сихыр, сихырсылыҡ, тылсым; Basque: magia; Belarusian: магія, чараўні́цтва; Bengali: জাদু; Breton: hud; Bulgarian: магия, вълшебство, магьосничество; Burmese: မျက်လှည့်, ပဉ္စလက်; Catalan: màgia; Chinese Cantonese: 魔法; Mandarin: 魔法; Min Nan: 魔法; Cornish: hus, pystri; Czech: kouzla, magie, čarování; Danish: magi; Dutch: toverij, toverkracht, toverkunst, magie; Estonian: maagia, nõiakunst, nõidus, võlu; Finnish: taikuus, taika, magia; French: magie; Gagauz: büü; Galician: maxia; Georgian: მაგია, ჯადოქრობა, გრძნეულება, მისნობა; German: Zauberei, Zauber, Magie, Hexerei; Greek: μαγεία; Ancient Greek: γοητεία, μαγεία, μαγευτική, μαγευτικὴ τέχνη, μαγικὴ τέχνη, τὰ περίεργα; Hebrew: כִּשּׁוּף / כישוף, קֶסֶם; Hindi: जादू, सेहर; Hungarian: varázslat, varázs; Icelandic: töfrar; Ido: magio; Indonesian: sihir, magi; Irish: draíocht; Italian: magia; Japanese: 魔術, 魔法, マジック; Kalmyk: ав; Kazakh: сиқыр, сиқыршылық; Khmer: វេទមន្ត; Korean: 마술(魔術), 마법(魔法), 요술(妖術); Kurdish Central Kurdish: جادوو, سیحر; Northern Kurdish: sihir, cadû, efsûn; Kyrgyz: сыйкыр, магия; Lao: ເວດມົນ; Latin: magia, magice, veneficium, artes magicae, artes magae, carmen; Latvian: maģija; Lithuanian: magija; Luxembourgish: Magie; Macedonian: магија, волшепство, вражба; Malay: sihir; Malayalam: മന്ത്രവാദം, മാന്ത്രികം; Maltese: maġija; Manx: druaightys, drualtys, obbeeys, pishagys; Middle English: magik; Mongolian Cyrillic: ид шид, рид шид; Navajo: álííl; Norman: magie; Norwegian Bokmål: magi, trolldom; Nynorsk: magi, trolldom; Occitan: magia; Old English: ġealdor; Oromo: tolcha; Pashto: جادو, سحر; Persian: جادو, سِحْر; Plautdietsch: Zaubarie, Teewa, Hakjsenkonst; Polish: magia, czary; Portuguese: magia, mágica; Romanian: magie; Russian: волшебство, магия, колдовство; Scots: magic; Scottish Gaelic: draoidheachd; Serbo-Croatian Cyrillic: чаро̀лија, ма̀гија, ма̀ђија; Roman: čaròlija, màgija, màđija; Slovak: mágia, kúzlo; Slovene: čarovnija, magija; Sotho: boloi; Spanish: magia; Swahili: ndumba; Swedish: magi, trolldom; Tagalog: mahika, salamangka, hikmat; Tajik: ҷоду, ҷодугарӣ, соҳирӣ, соҳири; Tatar: сихер, тылсым; Telugu: మాయ; Thai: เวทมนตร์; Tibetan: མཐུ; Turkish: büyü, sihir, efsun, yada; Turkmen: jady; Ukrainian: магія, чарівництво, чаклунство; Urdu: جادُو, سِحْر; Uyghur: سېھىرگەرلىك; Uzbek: magiya, sehrgarlik, sehr; Vietnamese: ma thuật, yêu thuật, phép thuật, pháp thuật; Volapük: magiv; Welsh: hud; West Frisian: magy, tsjoend, tsjoenderij; Yiddish: כּישוף; ǃXóõ: gǁxài