συσπάω

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπάω Medium diacritics: συσπάω Low diacritics: συσπάω Capitals: ΣΥΣΠΑΩ
Transliteration A: syspáō Transliteration B: syspaō Transliteration C: syspao Beta Code: suspa/w

English (LSJ)

A draw together, contract, Pl.Ti.71c; opp. ἀνίημι, Arist. Pr.949a9, al.; τὸ δέρμα ib.888a39, cf. Thphr. Sens.65; συνεσπᾰκὼς τοὺς δακτύλους Luc.Tim.13; τὰς ὀφρῦς Id.Vit.Auct.7:—Med., σ. τὰς κοχώνας Ar.Fr.482(s.v.l.):—Pass., to be drawn up, retracted, Arist.HA 508a21, etc.; but also, to be shrivelled up by fire, LXX La.5.10; συνεσπασμένους σμένους ὑπὸ νόσου D.L.6.92; συνεσπασμένοι καὶ κακοπινεῖς shrivelled and dirty, Ath.13.565d: metaph., λόγοι ἰσχνοὶ καὶ συνεσπ. dry and shrunken, D.H.Dem.15.
II draw together by stitching, sew together, διφθέρας X.An.1.5.10.
III in Med., draw along with one, Plu.Publ.16.

German (Pape)

[Seite 1043] (s. σπάω), zusammenziehen, zuziehen; Plat. Tim. 71 c; συνεσπακὼς τοὺς δακτύλους, Luc. Tim. 13; τὰς διφθέρας, Xen. An. 1, 5, 10, zusammennähen.

French (Bailly abrégé)

pf. συνέσπακα, pf. Pass. συνέσπασμαι;
1 contracter, resserrer, acc.;
2 replier, fermer.
Étymologie: σύν, σπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσπάω [σύν, σπάω] bijeentrekken; Plat. Tim. 71c; aan elkaar naaien:. διφθέρας... συνέσπων zij naaiden huiden aan elkaar Xen. An. 1.5.10.

Russian (Dvoretsky)

συσπάω:
1 стягивать (τὰς διφθέρας Xen.);
2 сдвигать, хмурить (τὰς ὀφρῦς Luc.);
3 сводить, скрючивать: συνεσπακὼς τοὺς δακτύλους Luc. со скрюченными пальцами; συνεσπασμένος ὑπὸ νόσου Diog. L. скрюченный болезнью;
4 med. увлекать за собой (τοὺς πολεμίους εἰς τὴν πόλιν Plut.).

Greek Monotonic

συσπάω: μέλ. -σπάσω [ᾰ],
I. σύρω από παντού, συστέλλω, σουφρώνω, ζαρώνω, μαζεύω, διπλώνω κάτι, σε Πλάτ., Λουκ.
II. συρράπτω, σε Ξεν.
III. Μέσ., σύρω, έλκω, τραβώ μαζί μου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συσπάω: μέλλ. -σπάσω [ᾰ], ἕλκω πανταχόθεν, συστέλλω, σουφρώνω, συμμαζώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνίημι, Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, κ. ἀλλ.· τὸ δέρμα αὐτόθι 8. 12· συνεσπακὼς τοὺς δακτύλους Λουκ. Τίμ. 13· τὰς ὀφρῦς ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσ. 7. - Μέσ., σ. τὰς κοχώνας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406. - Παθητ., «συμμαζώνομαι», συστέλλομαι, ζαρώνω, οἷον ἐκ τοῦ ψύχους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 2. 17, 20, κτλ., πρβλ. Ἀθήν. 565D· συνεσπασμένους ὑπὸ νόσου Διογ. Λ. 6. 92 μεταφορ., λόγοι ἰσχνοὶ καὶ συνεσπ., ξηροὶ καὶ συνεσταλμένοι, Διον. Ἁλ. εἰς Δημ. 15. ΙΙ. ἕλκω ὁμοῦ διὰ ῥαφῆς, συρράπτω, τὰς διφθέρας Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ σύρω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πλουτ. Ποπλικ. 16.

Middle Liddell

fut. -σπάσω
I. to draw together, draw up, contract, Plat., Luc.
II. to draw together by stitching, sew together, Xen.
III. in Mid. to draw along with one, Plut.