φθορεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, corrupter, seducer, Ph.2.53, al., Plu.2.18c, Arr.Epict.2.22.28, Vett.Val.119.12, Jul.Caes.336a, AP5.256 (Pall.), etc.: metaph., φ. ἀγαθῶν Ph.1.412.—Hellenistic acc. to Moer.p.390P.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, 1) der Verderber, Zerstörer. – 2) der Verführer, Schänder, Agath. 3 (V, 302).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
corrupteur, séducteur.
Étymologie: φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
φθορεύς: έως ὀ совратитель, растлитель Soph., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φθορεύς: έως, ὁ, ὁ διαφθείρων, ἐξαπατῶν, διαφθορεύς, Πλούτ. 2. 18C, Ἀνθ. Παλατ. 5. 257, κλπ· καὶ ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Brunck ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 155· ἀλλ’ ἴδε Μοῖριν σ. 390.
Greek Monolingual
φθορέας, ο / φθορεύς, -έως, ΝΜΑ
1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή
2. διαφθορέας
νεοελλ.
(αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου, αλλ. αερόφρενο ή αεροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -εύς).
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot