ὁροθεσία

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁροθεσία Medium diacritics: ὁροθεσία Low diacritics: οροθεσία Capitals: ΟΡΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: horothesía Transliteration B: horothesia Transliteration C: orothesia Beta Code: o(roqesi/a

English (LSJ)

ἡ,
A fixing of boundaries: in plural, limitations, boundaries:—Inscr.Prien.42.8 and 12 (ii B. C.), Act.Ap.17.26 (pl.), BGU889.17 (ii A.D.).
II ὁρο-θέσια, τά, Gal.19.349, Hsch., etc.: Glossaria on οὖροι, Gloss.Hdt.ap.SteinHerodotus 2p.468: the sg. ὁροθέσιον (boundary) occurs in Petr.Patr.p.433 D.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, das Festsetzen der Gränze (?); – ὁροθέσια, τά, die Gränzen selbst, VLL., die erkl. τὰ χωρίζοντα τἡν γῆν.

Russian (Dvoretsky)

ὁροθεσία:предел, граница NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὁροθεσία: ἡ, τὸ τιθέναι ὅρια· ἐν τῷ πληθ., σύνορα, ὅρια, Πράξ. Ἀποστ. Ιζ΄, 26· - οὕτω καὶ ὁροθέσια, τά, Γαλην. 19. 348· «ὁροθέσια· τὰ χωρίζοντα τὴν γῆν» Ἡσύχ., κλ.· τὸ ἑνικὸν ὁροθέσιον ἀπαντᾷ ἐν Petri Patr. Exc. σ. 135, 11 Nieb.

English (Strong)

from a compound of the base of ὅριον and a derivative of τίθημι; a limit-placing, i.e. (concretely) boundary-line: bound.

English (Thayer)

ὁροθεσίας, ἡ (from ὁροθετης; and this from ὅρος (a boundary; see ὅριον), and τίθημι);
a. properly, a setting of boundaries, laying down limits.
b. a definite limit; plural bounds, Winer's Grammar, 25).)

Greek Monolingual

η (Α ὁροθεσία) οροθέτης
η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη
μσν.
καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας
αρχ.
στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι
τα όρια, τα σύνορα.

Chinese

原文音譯:Ðroqes⋯a 何羅-帖西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:看見-處
字義溯源:劃定界線,疆界,邊界;由(ὅριον)=界限)與(τίθημι)*=處所,設立)組成;其中 (ὅριον)出自(ὄρος)X*=範圍)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 疆界(1) 徒17:26

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὅρος (=σύνορο) + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ὅρος.

French (New Testament)

ας (ἡ) frontière, limite, borne
ὅρος, τίθημι