ὑφαντός
English (LSJ)
ὑφαντή, ὑφαντόν, (ὑφαίνω) woven, χρυσὸν... ἐσθῆτά θ' ὑφαντήν Od. 13.136, 16.231; ὑφαντά τε εἵματα καλά 13.218; ὑφανταὶ γράμμασιν τοιαίδ' ὑφαί E.Ion1146; ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων woven by them, of Clytemnestra's net, A.Ag.1580; Ἐρινύων ὑ. ἀμφίβληστρον, of the Centaur's robe, S.Tr.1052; γυίων εἶδος ὑφαντόν, of the human frame, Tim.Pers.148; ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα brocaded and plain stuffs, Th. 2.97.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tissé ; τὰ ὑφαντά THC les étoffes brodées.
Étymologie: ὑφαίνω.
German (Pape)
adj. verb. von ὑφαίνω, gewebt; ἐσθής, εἵματα, Od. 13.136, 218, 16.231; Aesch. Ag. 1562 Soph. Tr. 104 Eur. Ion 1146; τὸ ὑφαντά, Zeuge mit eingewebten Figuren, Gegensatz λεῖα, Thuc. 2.97.
Russian (Dvoretsky)
ὑφαντός: [adj. verb. к ὑφαίνω тканый (ἐσθής Hom.; πέπλοι Aesch.; ὑφαί Eur.; χιτών NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑφαντός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑφαίνω, ὑφασμένος, χρυσόν..., ἐσθῆτά θ’ ὑφαντὴν Ὀδ. Ν. 136, Π. 231· ὑφαντά τε εἵματα καλὰ Ν. 218· ὑφανταὶ γράμμασιν τοιαίδ’ ὑφαὶ Εὐρ. Ἴων 1146· ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων, ἐν πέπλοις ὑφανθεῖσιν ὑπὸ τῶν Ἐρινύων, ἐπὶ τοῦ πέπλου δι’ οὗ ἡ Κλυταιμνήστρα περιβαλοῦσα τὸν Ἀγαμέμνονα ὡς διὰ δικτύου ἐφόνευσεν αὐτόν, Αἰσχύ. Ἀγ. 1588· οὕτως, Ἐρινύων ὑφ. ἀμφίβληστρον, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τραχ. 1052· ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα, «λεῖα, τὰ λιτά, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ὑφαντῶν καὶ πεποικιλμένων» (Σχόλ.), Θουκ. 2. 97.
English (Autenrieth)
woven, Od. 13.136 and Od. 16.231.
English (Strong)
from huphaino to weave; woven, i.e. (perhaps) knitted: woven.
English (Thayer)
ὑφαντη, ὑφαντόν (ὑφαίνω, which see), from Homer down; woven: אֹרֵג, חֹשֵׁב, Exodus 26:31, etc.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑφαντός, -ή, -όν, ΝΑ, και φαντός, -ή, -ό, Ν ὑφαίνω
1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά
υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα.
Greek Monotonic
ὑφαντός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑφαίνω, υφασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα, χρυσοποίκιλτα και απλά, απέριττα υφάσματα, σε Θουκ.
Middle Liddell
ὑφαντός, ή, όν verb. adj. of ὑφαίνω
woven, Od., Trag.; ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα brocaded and plain stuffs, Thuc.
Chinese
原文音譯:ØfantÒj 虛潘拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:編織
字義溯源:織成的,編織的;源自(ὕστερος)X*=編織)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 織成的(1) 約19:23