αντιτίθημι
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι)
νεοελλ.
(-εμαι)
1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι
2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.-μσν.
(-μι)
1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο
3. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι
4. ανταπαντώ, αντιλέγω
αρχ.
Ι. (-μι)
1. δίνω κάτι ως αντάλλαγμα
2. αντιπαραθέτω, τοποθετώ σε αντίπαλα στρατόπεδα
ΙΙ. (-μαι) τοποθετούμαι απέναντι σε κάποιον ως ισοδύναμος αντίπαλος.