βῆτα
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
τό, indecl., the letter β, Pl.Cra.393e, Arist.Metaph.1087a8, AP11.437 (Arat.), Luc.Herm.40, etc. (Aram. bēthaā'.)
Spanish (DGE)
τό
• Morfología: [indecl.]
beta
1 como n. de la segunda letra del alfabeto griego representada por el grafema β q.u. τὸ ... ἄλφα καὶ τὸ β. Pl.Cra.431e, cf. 393e, Call.Fr.195.3, Γαργαρέων παισὶν β. καὶ ἄλφα λέγων AP 11.437 (Arat.)
•como cons. τοῦ δ' αὖ β. οὔτε φωνὴ οὔτε ψόφος Pl.Tht.203b
•como elemento de sílaba πολλὰ εἶναι τὰ ἄλφα καὶ τὰ β. Arist.Metaph.1087a8.
2 c. valor numeral dos, segundo ἐν τῷ ἄλλῳ κροτάφῳ, <ᾧ> ἐπιγέγραπται β. IG 42.109III.162 (Epidauro III a.C.), ἐγγράφεται δὲ ἐς δύο μὲν ἄλφα ... ἐς δύο δὲ τὸ β. Luc.Herm.40, οἰκῶ<ν> ἐν τῷ β. γράμματι viviendo en el distrito dos, SB 7602.23 (II d.C.), κάμηλον ... ἔχουσαν ἐπὶ τ[ῷ γόνα] τι ... β. Stud.Pal22.140.5 (II d.C.) en BL 8.487
•como n. pr. y apodo Ἐρατοσθένης, ὃν Βῆτα ἐκάλεσαν οἱ τοῦ Μουσείου προστάντες Marcian.Proëm.2, cf. Sud.s.u. Ἐρατοσθένης (ap. crít.).
• Etimología: Prést. sem., cf. aram. beta.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
bêta (lettre), v. Β.
Étymologie: emprunt sémit. ; cf. hébr. beth.
Greek Monolingual
το (AM βῆτα)
το γράμμα β, το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < bet του βορειοσημιτικου (φοινικικού) αλφαβήτου (βλ. και εγκυκλ. Β, β)].
Russian (Dvoretsky)
βῆτα: τό indecl. бета (2-я буква греч. алфавита).
Frisk Etymological English
See also: s. ἄλφα.
Middle Liddell
Β, β, indecl., second letter of the Gr. alphabet: hence as numeral, β' = δύο, δεύτερος,β = 2000.
I. β is the medial labial mute, between tenuis τ and asp. θ. The dialectic variations of β seem to be mostly due to uncertainties of pronunciation:
1. for γ, as βλήχων γληχών, βλέφαρον doric γλέφαρον, βουνός γουνός: βεμβράς for μεμβράς, βροτός for μορτός (mortalis).
2. β is sometimes inserted between μλ, μρ to give a fuller sound, as in ἄμβροτος, μεσημβρία, γαμβρός, μέμβλεται.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βῆτα, τό indecl. beta (tweede letter van het Griekse alfabet).
Frisk Etymology German
βῆτα: {bē̃ta}
See also: s. ἄλφα.
Page 1,234