διαπεινάω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπεινάω Medium diacritics: διαπεινάω Low diacritics: διαπεινάω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΝΑΩ
Transliteration A: diapeináō Transliteration B: diapeinaō Transliteration C: diapeinao Beta Code: diapeina/w

English (LSJ)

inf. -πεινῆν, hunger one against the other, have a starving-match, διαπεινᾶμες (Dor.), with a play on διαπίνομεν, Ar.Ach. 751.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. pres. ind. 1a pers. plu. διαπεινᾶμες Ar.Ach.751]
morirse de hambre διαπεινᾶμες ἀεὶ ποττὸ πῦρ nos morimos de hambre todo el rato junto al fuego Ar.l.c. (en vez del esperado διαπίνω).

German (Pape)

[Seite 594] (s. πεινάω), mit einander um die Wette hungern, Ar. Ach. 751.

French (Bailly abrégé)

διαπεινῶ :
jeûner à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, πεινάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πεινάω een wedstrijd houden wie het meeste honger heeft (woordspel met διαπίνω); ‘hungergames’ spelen.

Russian (Dvoretsky)

διαπεινάω: (дор. 1 л. pl. praes. διαπεινᾶμες) ирон. состязаться в голодании, т. е. отчаянно голодать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεινάω: ἀπαρ. -πεινῆν, διαμιλλώμεθα εἰς τὴν πεῖναν, διαπεινᾶμες (Δωρ.), μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ διαπίνομεν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 751.

Greek Monotonic

διαπεινάω: απαρ. -πεινῆν, συναγωνίζομαι στην πείνα με κάποιον άλλο, διαπεινᾶμες (Δωρ. αʹ πληθ.), λογοπαίγνιο σε σχέση με το διαπίνομεν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

inf. -πεινῆν
to hunger one against the other, to have a starving-match, διαπεινᾶμες (doric 1st pl.), with a play on διαπίνομεν, Ar.