διαρραίω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A dash in pieces, destroy, διαρραῖσαι μεμαῶτες Il.2.473, etc.; οἶκον Od.2.49:—Pass., c. fut. Med., to be destroyed, perish, τάχα δ' ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω Il.24.355; διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν A. Pr.238.
II ῥωχμαὶ σάρκα διαρραίουσι dub. in Marc.Sid.80.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διᾰραίω Tim.15.133; διᾱραίω Opp.H.4.406
1 destruir, destrozar c. ac. στρατόν Il.9.78, με ... καὶ αὐτόν Od.1.251, 16.128, οἶκον Od.2.49, νῆα Od.12.290, σε A.R.4.33, πύργους Lyc.1007, ῥωχμαὶ σάρκα διαρραίουσιν Marc.Sid.80, πόλιν Nonn.D.25.367, χαλκείην θώμιγγα Opp.H.5.168, διαρραίσσει δέ μοι ἦτορ Q.S.4.493, abs. διαρραῖσαι μεμαῶτες deseosos de destrucción, Il.2.473, 11.713, 733, 17.727, en v. pas. πτόρθου διαρραισθέντος Lyc.1097, νῆα διαραισθεῖσαν ἀέλλαις Opp.l.c., με διαρραισθεῖσαν ὀλέσθαι ... πέτρῃσιν Orph.A.1159
•en v. med. mismo sent. μ' ... αὖραι ... βορέαι διαραίσονται los vientos del norte me destruirán Tim.l.c.
2 en v. med.-pas., c. suj. de pers. perecer, morir τάχα δ' ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω creo que vamos a perecer al punto, Il.24.355, ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς ᾍδου μολεῖν libré a hombres de ir muertos al Hades A.Pr.236, μή σφε κακῇ ὑπὸ κηρὶ διαρραισθέντας ἰδέσθαι que no les vea muertos por una suerte funesta A.R.3.702.
French (Bailly abrégé)
mettre en pièces, détruire complètement.
Étymologie: διά, ῥαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρραίω [διά, ῥαίω] aan stukken slaan, verbrijzelen, verwoesten; van honden aan stukken scheuren.
German (Pape)
(ῥαίω), (gänzlich) vertilgen, vernichten; Od. 12.290 ἀνέμοιο θύελλα, ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο, οἵ τε μάλιστα νῆα διαρραίουσι; Il. 9.78 νὺξ δ' ἥδ' ἠὲ διαρραίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει; Od. 2.49 πολὺ μεῖζον (κακόν), ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει; Od. 1.951, 16.128 τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν, bald werden sie mich töten, die Freier den Telemachos; Il. 2.473, 11.713, 17.727 διαρραῖσαι μεμαῶτες; medium Homerisch in der Bedtg des activ. Il. 24.555 ἄνδρ' ὁρόω, τάχα δ' ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω. – Sp. Ep., z.B. Opp. H. 5.168. – Pass., διαρραισθέντας εἰς ᾍδου μολεῖν Aesch. Prom. 236.
Russian (Dvoretsky)
διαρραίω: тж. med. разбивать, разносить в куски, т. е. уничтожать (νῆα, στρατόν, οἶκον, τινά Hom.): διαρραῖσαι μεμαῶτες Hom. горя жаждой убийства; διαρραισθέντες Aesch. пораженные насмерть.
English (Autenrieth)
fut. διαρραίσω, aor. inf. διαρραῖσαι: utterly shatter, overthrow, destroy; fut. mid. w. pass. signif., Il. 24.355.
Greek Monolingual
διαρραίω (Α)
1. κατατεμαχίζω
2. κατασυντρίβω, αφανίζω.
Greek Monotonic
διαρραίω: μέλ. -σω, σπάζω, συντρίβω σε κομμάτια, καταστρέφω, εξολοθρεύω, σε Όμηρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., εξολοθρεύομαι, αφανίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διαρραισθέντας, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαρραίω: κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, ἀφανίζω, διαρραῖσαι μεμαῶτες Ἰλ. Β. 473, κτλ.· οἶκον Ὀδ. Β.49.― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., καταστρέφομαι, ἀπόλλυμαι, τάχα δ’ ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω Ἰλ. Ω. 355· διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 236.
Middle Liddell
fut. σω
to dash in pieces, destroy, Hom.:— Pass., c. fut. mid., to be destroyed, perish, Il.; διαρραισθέντας Aesch.