ἐπιτροπή

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροπή Medium diacritics: ἐπιτροπή Low diacritics: επιτροπή Capitals: ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Transliteration A: epitropḗ Transliteration B: epitropē Transliteration C: epitropi Beta Code: e)pitroph/

English (LSJ)

ἡ,
A reference, esp. to an arbiter in decision of a lawsuit, ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην Th.5.41; ἡ ἐπιτροπὴ τούτῳ πρὸς Παρμένοντα γέγονε D.33.23; εἰς ἐπιτροπὴν ἔρχεσθαι ib.14; ἡ ἐπιτροπὴ ἐγένετό μοι ib.16; τὴν ἐπιτροπὴν λῦσαι ibid.; ἀνέντες τὴν ἐπιτροπήν having declined it, Th. 5.31.
2 generally, power to decide, ἐπιτροπὴν διδόναι τινὶ περί τινος Hp. Decent.17, cf. Schwyzer 195.10 (Crete (from Delos), ii B.C.); διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐπιτροπήν Plb.18.39.5; διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐπιτροπήν, or τὴν ἐπιτροπὴν διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Lat. dedere se in fidem, to surrender absolutely, Id.2.11.8,15.8.14, etc.; ἐπιτροπὴν λαβεῖν εἰς τὸ διαλῦσαι to receive full powers to treat, Id.3.15.7, cf. D.H.2.45, D.S.17.47; μετ' ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς Act.Ap.26.12.
II guardianship, Pl.Lg.924b, etc.; ἐπιτροπῆς κατάστασις, ἐπιτροπῆς διαδικασία, Arist.Ath.56.6; ἀποχὴ τῆς ἐπιτροπῆς POxy.898.24 (ii A.D.); ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι, of an action brought by a ward against a guardian, Lys.Fr.27; καταγιγνώσκειν τὴν ἐπιτροπήν D.29.58; ἐπιτροπῆς κρίνειν τινά Plu.2.844c.
2 office of a Roman procurator, ἡ τοῦ ἰδίου λόγου ἐπιτροπή BGU16.8 (ii A.D.): generally, stewardship, PLond.2.454.10 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 997] ἡ (vgl. ἐπιτρέπω), das Anheimstellen, Überlassen, ἐξουσία ἐπ. νόμου Plat. defin. 415 b; bes. die Entscheidung Jemandes, ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν γενέσθαι περὶ τῆς γῆς ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἐς ἰδιώτην, = ἐπιτρέπεσθαι δίκην, Thuc. 5, 41, vgl. ib. 31; bes. Entscheidung des Schiedsrichters, εἰς ἐπιτροπὴν ἔρχονται Dem. 33, 14, sie gehen zu einem Vergleiche vor den Schiedsrichter, wofür nachher ἐπιτρέπουσι τῷ διαιτητῇ steht; ἡ ἐπ. ἐγένετό μοι ib. 16; – Erlaubniß, Vollmacht, λαβεῖν Pol. 3, 15, 7; D. Hal. 2, 45; D. Sic. 17, 47; – Aufsicht, Verwaltung, Vormundschaft, Plat. Legg. XI, 924 b; ἐπιτροπῆς δίκη, Vormundschaftsklage, s. Böckh Staatsh. I p. 378 ff.; καταγνώσονται τὴν ἐπιτροπήν Dem. 29, 58; vgl. ἔκρινεν αὐτοὺς ἐπιτροπῆς Plut. X oratt. Dem. A.; – δόντες ἑαυτοὺς εἰς τὴν τῶν 'Ρωμαίων ἐπιτροπήν, sich in den Schutz der Römer begeben, Pol. 2, 11, 8, öfter, bes. deditio in fidem, wenn sich der Überwundene dem Sieger auf Gnade u. Ungnade ergiebt.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d'en référer ou d'en appeler à : εἴς τινα à un arbitre, recourir à un arbitrage;
2 action intentée par un pupille à son tuteur dans le délai de cinq ans après la majorité;
NT: mandat ; délégation de pouvoir ; permission.
Étymologie: ἐπιτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροπή:
1 обращение с жалобой, просьба о разборе дела (πρός τινα Dem.): εἰς ἐπιτροπὴν ἔρχεσθαι Dem. передать дело в третейский суд; ἀνιέναι τὴν ἐπιτροπήν Thuc. отклонить третейское разбирательство;
2 полномочие, право разбора дел (ἐπιτροπην λαβεῖν Polyb.): διδόναι τὴν ἐπιτροπήν τινι Polyb. уполномочить кого-л. на третейский разбор дел; μετ᾽ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς τινος (v.l. τῆς παρά τινος) NT с полномочиями от кого-л.;
3 третейское решение: εἰς ἐπιτροπὴν ἑαυτὸν διδόναι или τὴν ἐπιτροπὴν διδόναι περὶ ἑαυτοῦ Polyb. подчиниться чьему-л. решению;
4 обязанности опекуна, опекунство, опека Plat.;
5 иск бывшего опекаемого к опекуну Lys., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροπή: ἡ, (ἐπιτρέπω) τὸ ἀναφέρεσθαι ἢ ἐπιτρέπειν εἰς διαιτητὴν τὴν ἀπόφασιν δίκης τινός, ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν γενέσθαι ἢ εἰς πόλιν τινὰ ἢ εἰς ἰδιώτην Θουκ. 5. 41· ἡ ἐπ. τούτῳ πρὸς Παρμένοντα Δημ. 900. 1· εἰς ἐπ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. 897. 1· ἡ ἐπ. ἐγένετό μοι αὐτόθι 7· ἀνιέναι τὴν ἐπ., μὴ ἀποδέχεσθαι αὐτήν, Θουκ. 5. 31. 2) καθόλου, ἐξουσία τοῦ ἀποφασίζειν, τὸ δικαίωμα τῆς ἀποφάσεως, ἐπ. διδόναι τινὶ περί τινος Ἱππ. 25. 27· τῇ Συγκλήτῳ διδόναι τὴν ἐπ. Πολύβ. 18. 22, 5· διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐπ., ἢ τὴν ἐπ. διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Λατ. dedere se in fidem, τὸ νὰ παραδώσῃ τις ἑαυτὸν τινι, ἄνευ ὅρων, ὁ αὐτ. 2. 11, 8., 15. 8, 14, κλτ.· ἐπιτροπὴν λαμβάνω, λαμβάνω πᾶσαν ἐξουσίαν, Πολύβ. 3. 15, 7, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 45, Διόδ. 17. 47. ΙΙ. τὸ ὑπούργημα ἢ ἡ ἐξουσία ἐπιτρόπου, οἰκονόμου, ἐπιστάτου, διοικητικοῦ, Λυσ. Ἀποσπ. 26, Πλάτ. Νόμ. 924Β, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 83 (ἔκδ. Blass). 2) ἀγωγὴ κατὰ ἐπιτρόπου εἰσαγομένη ὑπὸ τοῦ ἐπιτροπευθέντος πέντε ἔτη ἀπὸ τῆς ἐνηλικιώσεως αὐτοῦ, Λατ. tutelae judicium, ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι Λυσ. Ἀποσπ. 15· καταγιγνώσκειν τὴν ἐπ. Δημ. 861 ἐν τέλ., πρβλ. 900. 1· ἐπιτροπῆς κρίνειν τινὰ Πλούτ. 2. 844C· πρβλ. Att. Process σ. 454.

English (Strong)

from ἐπιτρέπω; permission, i.e. (by implication) full power: commission.

English (Thayer)

ἐπιτροπῆς, ἡ (ἐπιτρέπω), permission, power, commission: Thucydides down.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτροπή)
νεοελλ.
1. συμβούλιο ανθρώπων στους οποίους έχει ανατεθεί κάποιο έργο
(«κοινοβουλευτική, εφορευτική, εξεταστική επιτροπή» κ.λπ.)
2. συνένωση προσώπων που έχουν εκλεγεί από μια αρχή ή συνέλευση ή ένωση ιδιωτών για την έρευνα ορισμένων θεμάτων ή για την άσκηση ορισμένης εξουσίας κ.λπ.
μσν.
1. εντολή, διαταγή
2. (νομ.) προστασία ανηλίκου, επιτροπεία
αρχ.-μσν.
υποχώρηση, φυγή
αρχ.
1. προσφυγή σε διαιτησία για επίλυση αμφισβητούμενης διαφοράς
2. γεν. δύναμη, εξουσία για αποφάσεις, πληρεξουσιότητα («διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐπιτροπήν», Πολ.)
3. η εξουσία του επιτρόπου, του επιστάτη, του οικονόμου
4. γεν. διοίκηση, διακυβέρνηση
5. (ειδ.) η εξουσία του ρωμαίου επιτρόπου
6. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο διάδικος δηλώνει την εμπιστοσύνη του στην κρίση τών δικαστών και την απόφασή του να υπακούσει στην κρίση τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτρέπω. Η αρχική σημασία της «ενεργείας της διαιτησίας» δήλωσε στη συνέχεια και τα «πρόσωπα που ασκούν διαιτησία» ή γενικά την εποπτεία οποιουδήποτε έργου, δηλ. τα μέλη της επιτροπής].

Greek Monotonic

ἐπιτροπή: ἡ (ἐπιτρέπω),·
I. αναφορά σε διαιτησία, σε Θουκ., Δημ.
II. αγωγή κατά επιτρόπου, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπιτροπή, ἡ, ἐπιτρέπω
I. a reference to an arbiter, Thuc., Dem.
II. an action against a guardian, Dem.

Chinese

原文音譯:™pitrop» 誒披-特羅胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-歸回
字義溯源:准許,全權委託,授權,權威,命令;源自(ἐπιτρέπω / συγχωρέω)=交付,准許);由(ἐπί)*=在⋯上,完全)與(τροπή)=轉動)組成;而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 命令(1) 徒26:12

English (Woodhouse)

guardianship, reference to arbitration

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

disceptatio (litis), pleading (of a suit), 5.31.3, 5.31.4, 5.41.2.