εὐπάρυφος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
εὐπάρυφον,
A with a fine purple border, περίζωμα Plu.Aem.33: as substantive, εὐπάρυφος, ἡ, a fine garment, Nicostr.Com.9, Hdn.1.16.3: neut. pl. εὐπάρυφα, τά, LXX Ez.23.12.
2 of persons, wearing such a garment, εὐ. τις a grandee, Ph.2.346 (pl.), Plu.2.57a, cf. Luc.Somn. 16, Demon.15, Alciphr.3.42.
3 metaph., pompous, διηγήματα Plu.2.547e; but εὐ. λόγοι equivocal, lascivious stories, Ath.10.453a.
German (Pape)
[Seite 1087] mit einem schönen Vorstoß od. angewebten Saum, bes. von Purpur, περιζώματα Plut. Aem. Paul. 33; ψυκτήριον τῆς εὐπαρύφου λεπτότερον Nicostrat. bei Ath. VI, 230 d; solche Kleider aus sehr seinem Tuche trugen die Reichen; dann wie praetextatus, Einer der solch Kleid trägt, ein Vornehmer, Reicher, Luc. somn. 16, u. oft Plut.; Alciphr. 3, 42; VLL. – Auch übertr., λόγοι εὐπάρυφοι Ath. X, 453 a, wie Plut. πρὸς νεοπλούτους εὐπάρυφα καὶ σοβαρὰ διηγήματα περαίνοντας, qua quis rat. se ipse laud. E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 orné d'une belle bordure;
2 vêtu d'une robe à belle bordure ; particul. à Rome vêtu de la prétexte ; fig. paré, enjolivé.
Étymologie: εὖ, παρυφή.
Russian (Dvoretsky)
εὐπάρῠφος:
1 красиво окаймленный (пурпуром) (περίζωμα Plut.);
2 носящий окаймленную пурпуром одежду (лат. praetextatus) Plut., Luc.;
3 разукрашенный (διηγήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάρῠφος: -ον, ἔχων ὡραίαν πορφυρᾶν παρυφὴν ἢ κράσπεδον, περίζωμα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· ὡς οὐσιαστ., εὐπάρυφος, ἡ, ὡραῖον ἔνδυμα, Νικόστρ. ἐν «Βασιλεῦσι» 1, Ἡρῳδιαν. 1. 16. 2) ἐπὶ προσώπων φορούντων τοιοῦτον ἔνδυμα, Λατ. praetextatus, εὐπάρυφός τις, ἐκ τῶν μεγάλων τις, Πλούτ. 2. 57Α (ἔνθα ἴδε Wytt), Λουκ. Ἐνύπν. 17, Δημών. βίος 17, κλ. 2) μεταφ., πομπώδης, διηγήματα Πλούτ. 2. 547Ε· ἀλλά, εὐπ. λόγοι παρ’ Ἀθην. 453Α εἶναι πιθ. διηγήσεις ἀσελγεῖς διὰ διφορουμένων λέξεων, ὡς τὸ Λατ. praetextatus.
Greek Monolingual
εὐπάρυφος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος
το ωραίο ένδυμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα
τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες
4. μτφ. πλούσιος, άρχοντας, αριστοκράτης
5. μτφ. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πομπώδης, επιβλητικός
6. φρ. «εὐπάρυφοι λόγοι» — συγκεκαλυμμένοι αισχροί λόγοι, υπονοούμενα Αθήν..
επίρρ...
εὐπαρυφῶς (ΑΜ)
πομπωδώς, με στόμφο, με μεγαλοστομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρυφος (< παρυφή), πρβλ. λευκοπάρυφος, χρυσοπάρυφος].
Greek Monotonic
εὐπάρῠφος: -ον (παρυφή),·
1. αυτός που έχει όμορφα πορφυρά πλαίσια ή άκρα, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, που φορούν ένα τέτοιο ρούχο, Λατ. praetextatus, επίσημο βραδυνό ένδυμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
εὐ-πάρῠφος, ον παρυφή
1. with fine purple border, Plut.
2. of persons, wearing such a garment, Lat. praetextatus, a grandee, Luc.