εὐχρηστία
English (LSJ)
ἡ,
A ready use, σκευῶν Arist.Oec. 1345b1, cf.Ph.Bel.72.7; utility, serviceableness, Chrysipp.Stoic.3.168; πρός τι Plb.9.7.5.
2 service rendered, πλείστην εὐ. τῇ ἐπαρχείᾳ παρέξεσθαι Inscr.Prien.105.25 (i B.C.).
II credit, D.S.1.79.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, Leichtigkeit, Bequemlichkeit im Gebrauch, u. übh. Nutzen (nach Porphyr. bei den Stoikern = ὠφέλεια); παρέχειν, im Gegensatz von ἀπορία u. δυσχρηστία, Pol. 2, 30, 1; διὰ τὴν πρὸς πάντα τόπον εὐχρηστίαν τῶν Νομάδων, weil sie leicht überall zu gebrauchen sind, 9, 7, 5; D. Sic. oft; – der Credit, D. Sic. 1, 79.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité ou abondance de ressources, usage commode ou facile.
Étymologie: εὔχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρηστία: ἡ
1 полная готовность, надлежащее состояние (σκευῶν Arst.);
2 полезность, пригодность (πρός τι Polyb.);
3 кредит (τῆς εὐχρηστίας στερηθῆναι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχρηστία: ἡ, εὐκολία περὶ τὴν χρῆσιν, σκευῶν Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· ὠφέλεια, χρησιμότης, πρός τι Πολύβ. 9, 7, 5. II. πίστις, ὑπόληψις ἐν ταῖς συναλλαγαῖς, ἵνα τῆς εὐχρηστίας μὴ στερηθῇ Διόδ. 1. 79.
Greek Monolingual
η (Α εὐχρηστία) εύχρηστος
ευχέρεια, ευκολία στη χρήση, εύκολη χρήση
αρχ.
1. ωφελιμότητα, χρησιμότητα
2. πίστη στις συναλλαγές, φερεγγυότητα.