καταπύθω
English (LSJ)
[ῡ], putrefy, τὴν… κατέπυσ' ἱερὸν μένος Ἠελίοιο h.Ap. 371:—Pass. (with pf. -πέπῡθα Hsch. (-οιθα cod.)), become putrefied, ξύλον…· τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ Il.23.328.
German (Pape)
[Seite 1373] verfaulen lassen, H. h. Ap. 571. – Pass. verfaulen, vermodern, Il. 23, 328.
French (Bailly abrégé)
pourrir, être pourri.
Étymologie: κατά, πύθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πύθω [κατά, πύθω] pass. rotten.
Russian (Dvoretsky)
καταπύθω: (ῡ) подвергать гниению: τὴν κατέπυσ᾽ ἱερὸν μένος ἠελίοιο, ἐξ οὗ νῦν Πυθὼ κικλήσκεται HH это (чудовище) сгноила священная сила солнца, отчего оно и именуется ныне Питоном; pass. гнить: ξύλον τὸ μὲν οὐ κατεπύθεται ὄμβρῳ Hom. дерево, которое не гниет от дождя.
Greek Monolingual
καταπύθω (Α)
1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι
2. παθ. καταπύθομαι
σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»].
Greek Monotonic
καταπύθω: [ῡ], μέλ. -ύσω, καθιστώ κάτι σάπιο, σαπίζω, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., γίνομαι σάπιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπύθω: ῠ: μέλλ. -ύσω, κατασαπίζω, κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, τὴν… κατέπυσ’ ἱερὸν μένος Ἠελίοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς ἀπόλλ. 371.- Παθ., κατασαπίζομαι, σήπομαι· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐρωτιῶ», ξύλον…, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ Ἰλ. Ψ. 328.
Middle Liddell
fut. ύσω
to make rotten, Hhymn.:— Pass. to become rotten, Il.