κατείδωλος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείδωλος Medium diacritics: κατείδωλος Low diacritics: κατείδωλος Capitals: ΚΑΤΕΙΔΩΛΟΣ
Transliteration A: kateídōlos Transliteration B: kateidōlos Transliteration C: kateidolos Beta Code: katei/dwlos

English (LSJ)

κατείδωλον, full of idols, given to idolatry, Act.Ap.17.16.

German (Pape)

[Seite 1394] voll von Götzenbildern, N.T., K. S.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein d'idoles.
Étymologie: κατά, εἴδωλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατείδωλος -ον [κατά, εἴδωλον] vol godenbeelden.

Russian (Dvoretsky)

κατείδωλος: полный идолов (πόλις NT).

English (Strong)

from κατά (intensively) and εἴδωλον; utterly idolatrous: wholly given to idolatry.

English (Thayer)

κατείδωλον (κατά and εἴδωλον; after the analogy of καταμπελος, καταγομος, κατάχρυσος, καταδενδρος, etc. (see κατά, III:3, and cf. Herm. ad Vig., p. 638)), full of idols: Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

κατείδωλος, -ον (Α)
γεμάτος είδωλα, παραδομένος στην ειδωλολατρία («κατείδωλον οὖσαν τὴν πάλιν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἴδωλον.

Greek Monotonic

κατείδωλος: -ον (εἴδωλος), γεμάτος από είδωλα, παραδομένος στην ειδωλολατρεία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατείδωλος: -ον, πλήρης εἰδώλων, δεδομένος εἰς εἰδωλολατρείαν, κατ. πόλις (περὶ τῶν Ἀθηνῶν) Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 16· πρβλ. καταβόστρυχος, κατάφυτος.

Middle Liddell

κατ-είδωλος, ον εἴδωλον
full of idols, given to idolatry, NTest.

Chinese

原文音譯:kate⋯dwloj 卡特-誒多羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-覺察 全部(的)
字義溯源:熱衷於拜偶像的,滿了偶像,都是偶像;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(εἴδωλον)=偶像)組成;其中 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察),而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 滿了偶像(1) 徒17:16