κορωνίδα

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

Greek Monolingual

η (ΑM κορωνίς, -ίδος)
1. το ακρότατο σημείο οικοδομήματος, η κορυφή
2. το ανώτατο σημείο, το έπακρο, η αποκορύφωση (α. «ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας» β. «τὴν κορωνίδα τοῦ βίου προελθεῖν», Πλούτ.)
3. το γείσο οικοδομήματος ή το περίζωμα επίπλου
4. (για πρόσ.) ο κορυφαίος, ο άριστος (α. «είναι η κορωνίδα τών δικηγόρων» β. «ἡ τῶν ποιητῶν κορωνίς»)
5. γραμμ. το όμοιο με την ψιλή σημείο της κράσεως που τίθεται στο μακρό φωνήεν ή δίφθογγο που προήλθε από κράση, π.χ. κάγώ (και εγώ)
6. τελικό συμπλήρωμα, επιστέγασμα, επίλογος («ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ὅλην μέχρι τῆς κορωνίδος περιέγραψε τὴν αὐτοῦ τραγωδίαν», Πλούτ.)
7. τελείωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
μουσ. α) σημείο που μπαίνει στα φθογγόσημα ή στις παύσεις και δηλώνει ότι η χρονική περίοδος μπορεί να επεκταθεί κατά βούληση, αλλ. κορόνα
β) η υψηλότερη τονική έκταση σε μια μελωδία
αρχ.
1. (ως επίθ. τών πλοίων) αυτό που έχει τοξοειδή τα άκρα, δηλαδή την πρύμνη και την πρώρα («οἴκαδ' ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (ως επίθ. βοδιῶν) αυτός που έχει ελικοειδή κέρατα («οἵ τ' ἐπὶ βουσὶ κορωνίσι βουκόλοι ἄνδρες», Θεόκρ.)
3. (γενικά) οτιδήποτε καμπύλο ή κυρτό
4. στεφάνι πλεγμένο με ία
5. μονοκονδυλιά στο τέλος βιβλίου ή κειμένου («ἐπιτιθέναι τὴν κορωνίδα τῷ συγγράμματι», Πλούτ.)
6. μικρή γραμμή που έθεταν στο τέλος σκηνής δράματος και η οποία δήλωνε ότι αποχωρούσε ο χορός και έμεναν οι ηθοποιοί ή το αντίθετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -ίς / -ίδος (πρβλ. ακίς, φολίς)].