οἰκίον
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
τό, in form Dim. of οἶκος, but in meaning not differing from it; in early Gr. always pl., house, palace, οἰκία ναίων Il.6.15, al.; abode of a deity, Od.12.4, Hes.Th.744; of the nether world, Il.20.64; of palaces containing several ranges of buildings, Hdt.1.35,41,44,98, 3.53,140; but also of private houses, Id.1.59, v.l. in 7.118, cf. Pherecyd. Syr.2, SIG45.25, al. (Halic., v B. C.): so in later Prose, Arr.Fr. 103J.; also of nests of wasps, Il.12.168, 16.261; of an eagle's nest, 12.221: sg. in later Prose, LXX 2 Ma.8.33, and Poetry, Call.Fr.198, AP6.203 (Laco or Phil.).
German (Pape)
[Seite 301] τό, dim. von οἶκος, dem Gebrauche nach damit gleichbedeutend, Haus, Wohnung, Wohnsitz; gew. von Menschen u. Völkern, περὶ Δωδώνην οἰκί' ἔθεντο Il. 2, 750, ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων 6, 15, Κορινθόθι 13, 664, Ἶθάκῃ ἔνι Od. 24, 104; vom Sitz einer Gottheit, 12, 4; von der Unterwelt, Il. 20, 64; auch von Tieren, wie Wespen, 16, 261, vgl. 12, 167; vom Adler, ib. 221; νυκτὸς οἰκία δεινά, Hes. O. 744; sp. D., wie Ep. ad. 452 (VII, 723), οἰωνοὶ δὲ κατὰ χθονὸς οἰκία θέντες. – Auch in Prosa herrscht der plur. vor; παρελθὼν εἰς τὰ Κροίσου οἰκία, Her. 1, 35; οἰκίοισι ὑποδεξάμενος, 1, 41; ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκίων ἐγένοντο, 7, 118, wo die v.l. οἴκων ist, und es nicht, wie in den übrigen Stellen, von Palästen der Könige, sondern von Privatwohnungen gebraucht wird.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
habitation, demeure en gén. ; en parl. des animaux nid d'aigle, d'abeilles, de guêpes, etc.
Étymologie: οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκίον: τό [demin. к οἶκος (почти всегда pl.) Hom. etc. = οἶκος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκίον: τό, κυρίως ὑποκορ. τοῦ οἶκος, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν δὲν διαφέρει αὐτοῦ· παρ’ Ὁμ., Ἡσ., κλ., ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. aedes, οἰκία, μέγαρον, συχνάκις παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, οἰκία ναίειν Ἰλ. Ζ. 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς κατοικίας θεοῦ τινος, Ὀδ. Μ. 4· ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Ἰλ. Υ. 64· οὕτω παρ’ Ἡροδ., μάλιστα ἐπὶ μεγάρων περιλαμβανόντων πολλὰς οἰκοδομάς, 1. 35, 41, 44, 98., 3. 53, 140· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἰδιωτικῶν οἰκιῶν, 1. 59., 7. 118· ὡσαύτως ἐπὶ σπηλαίων καὶ φωλεῶν ζῴων, ὡς παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν φωλεῶν τῶν πτηνῶν, σφηκῶν καὶ μελισσῶν, Ἰλ. Μ. 167., Π. 261· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς ἀετοῦ, Μ. 221· - μεταγεν. ποιηταὶ χρῶνται τῇ λέξ. ἑνικῶς, Καλλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. Π. 6. 203.
English (Autenrieth)
pl. οἰκία (ϝοῖκος, dim. in form only): only pl., abode, habitation; of the nest of a bird, bees, etc., Il. 12.167, Il. 16.261.
Greek Monolingual
οἰκίον, τὸ (Α) οίκος
1. συν. στον πληθ. τὰ οἰκία
κατοικία, οικία, σπίτι («ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων», Ομ. Ιλ.)
2. ενδιαίτημα θεού
3. φωλιά
4. τόπος διαμονής.
Greek Monotonic
οἰκίον: τό, υποκορ. του οἶκος· μόνο στον πληθ., όπως το Λατ. aedes, σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής, μέγαρο, σε Όμηρ., Ηρόδ.
Middle Liddell
in form a Dim. of οἶκος: only in plural like Lat. aedes, a house, dwelling, abode, Hom., Hdt.