πάμφυλος
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
πάμφυλον, (φυλή, φῦλον)
A of mingled tribes or of mingled races, γένος Pl. Plt.291a; πόλις Poll.9.21; π. θῆρες Ar.Av.1063.
II Πάμφυλοι, οἱ, Pamphylians, one of the three Dorian tribes, Hdt.5.68, IG42(1).71.49 (Epid.), SIG1025.8 (Cos), etc.: gen. pl. Παμφυλᾶν IG4.598 (Argos); Παμφύλεων SIG1027.4 (Cos.).
III Pamphylian, Hdt.1.28, al., Pl.R. 614b, etc.
German (Pape)
[Seite 455] aus allen Stämmen, Geschlechtern gemischt; θῆρες, Ar. Av. 1063; γένος, Plat. Polit. 291 a; πόλις, Poll. 9, 21; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
composé de tribus ou d'espèces de toutes sortes.
Étymologie: πᾶν, φυλή ou φῦλον.
Greek Monolingual
πάμφυλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
1. αυτός που είναι γεμάτος από ανθρώπους
2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάμφυλοι, τὰ πάμφυλα
ειδική κατηγορία πολεμικών πλοίων του Βυζαντίου τα οποία κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία της Παμφυλίας
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από όλες τις φυλές
2. ο κάθε είδους («κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν», Αριστοφ.)
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάμφυλος
ο κάτοικος της Παμφυλίας
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πάμφυλοι
ονομασία εκείνων που ανήκαν σε μία από τις τρεις δωρικές φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυλος (< φυλή)].
Greek Monotonic
πάμφῡλος: -ον, αυτός που αποτελείται από ανάμεικτες φυλές, από όλα τα γένη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάμφῡλος: составленный из разных родов, разноплеменный (γένος Plat., Plut.; θῆρες Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμφυλος -ον [πᾶς, φυλή] van allerlei soorten (van levende wezens).
Middle Liddell
πάμ-φῡλος, ον,
of mingled tribes, of all sorts, Ar.