πάμφυλος

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφῡλος Medium diacritics: πάμφυλος Low diacritics: πάμφυλος Capitals: ΠΑΜΦΥΛΟΣ
Transliteration A: pámphylos Transliteration B: pamphylos Transliteration C: pamfylos Beta Code: pa/mfulos

English (LSJ)

πάμφυλον, (φυλή, φῦλον)
A of mingled tribes or of mingled races, γένος Pl. Plt.291a; πόλις Poll.9.21; π. θῆρες Ar.Av.1063.
II Πάμφυλοι, οἱ, Pamphylians, one of the three Dorian tribes, Hdt.5.68, IG42(1).71.49 (Epid.), SIG1025.8 (Cos), etc.: gen. pl. Παμφυλᾶν IG4.598 (Argos); Παμφύλεων SIG1027.4 (Cos.).
III Pamphylian, Hdt.1.28, al., Pl.R. 614b, etc.

German (Pape)

[Seite 455] aus allen Stämmen, Geschlechtern gemischt; θῆρες, Ar. Av. 1063; γένος, Plat. Polit. 291 a; πόλις, Poll. 9, 21; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
composé de tribus ou d'espèces de toutes sortes.
Étymologie: πᾶν, φυλή ou φῦλον.

Greek Monolingual

πάμφυλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
1. αυτός που είναι γεμάτος από ανθρώπους
2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάμφυλοι, τὰ πάμφυλα
ειδική κατηγορία πολεμικών πλοίων του Βυζαντίου τα οποία κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία της Παμφυλίας
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από όλες τις φυλές
2. ο κάθε είδους («κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν», Αριστοφ.)
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάμφυλος
ο κάτοικος της Παμφυλίας
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πάμφυλοι
ονομασία εκείνων που ανήκαν σε μία από τις τρεις δωρικές φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυλος (< φυλή)].

Greek Monotonic

πάμφῡλος: -ον, αυτός που αποτελείται από ανάμεικτες φυλές, από όλα τα γένη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφῡλος: составленный из разных родов, разноплеменный (γένος Plat., Plut.; θῆρες Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφυλος -ον [πᾶς, φυλή] van allerlei soorten (van levende wezens).

Middle Liddell

πάμ-φῡλος, ον,
of mingled tribes, of all sorts, Ar.