πάλαισμα

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλαισμα Medium diacritics: πάλαισμα Low diacritics: πάλαισμα Capitals: ΠΑΛΑΙΣΜΑ
Transliteration A: pálaisma Transliteration B: palaisma Transliteration C: palaisma Beta Code: pa/laisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A bout or fall in wrestling, παρὰ ἓν π. ἔδραμε νικᾶν Hdt.9.33; ἓν μὲν τόδ' ἤδη τῶν τριῶν π. A.Eu.589, cf. Pl.Phdr.256b: in plural, feats of wrestling, Pi.O.9.13, P.8.35, cf. CR43.210 (Asia Minor).
2 struggle, A.Ag.63 (anap.), Eu.776, S.OT880 (lyr.), E.Med.1214; of war, Jul. Or.2.66c; παλαίσμαθ' ἡμῶν ὁ βίος E.Supp.550.
3 trick, 'chip' in wrestling, metaph., Ar.Ra.689, cf. 878; π. δικαστηρίου a trick of the courts, Aeschin.3.205; σόφισμα… καὶ π. τῶν ἀκουόντων D.H.Rh.8.12; ὦ Θετταλὸν π., addressed to a person, Ath.7.308b.
4 in plural, of works of art, groups of wrestlers, Philostr.Im.2.32.

German (Pape)

[Seite 445] τό, Kunstgriff, Kunst des παλαιστής, Ringerkunst, das Ringen; παλαισμάτων αὐχένα ἐξέπεμψας, Pind. N. 7, 72; παλαισμάτεσσιν ἰχνέων, P. 8, 36; ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων, Ol. 9, 14; πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ, Aesch. Ag. 63; πάλαισμ' ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις, Eum. 746; παλαίσμαθ' ἡμῶν ὁ βίος, Eur. Suppl. 550; ἀσκέων πεντάεθλον παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, Her. 9, 33; vgl. Plat. Euthyd. 277 c Phaedr. 256 b; Folgende. Übh. jeder Kunstgriff, künstliches Mittel, τὸ καλῶς δ' ἔχον πόλει πάλαισμα μήποτε λῦσαι θεὸν αἰτοῦμαι, Soph. O. R. 879, wo der Schol. erkl. τὴν ζήτησιν τοῦ φόνου τοῦ Λαΐου, richtiger scheint es auf Oedipus' Klugheit zu gehen; Φρυνίχου παλαίσματα, Ar. Ran. 689; auch in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 manœuvres d'un lutteur pour vaincre ses adversaires ; lutte d'athlètes ; lutte en gén.
2 p. ext. ruse, stratagème.
Étymologie: παλαίω.

Russian (Dvoretsky)

πάλαισμα: ατος (πᾰ) τό
1 схватка (в борьбе), состязание, тур: παρὰ ἓν π. ἔδραμε νικᾶν Her. (Тисамен) одержал победу (во всех состязаниях) за исключением одного; τὰ τρία παλαίσματα Plat. три формы (Олимпийских) состязаний;
2 тж. pl. борьба (παλαίσμαθ᾽ ἡμῶνβίος, sc. ἐστίν Eur.): π. λῦσαι Soph. ослабить или прекратить борьбу;
3 хитрость, уловка, ловкий прием (παλαίσματα στρατηγικά Plut.): δεινὸν π. Xen. замечательная выдумка; π. δικαστηρίου Aeschin. попытка увернуться от суда.

Greek (Liddell-Scott)

πάλαισμα: [ᾰ], τό, τέχνασμα τοῦ παλαιστοῦ, τέχνασμα ἐν τῇ πάλῃ πρὸς πτῶσιν τοῦ ἀντιπάλου, παρὰ ἓν π. ἔδραμε νικᾶν Ἡρόδ. 9. 33· ἒν μὲν τόδ’ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 589· παλαίσματα, κατορθώματα παλαιστικά, Πινδ. Ο. 9. 20, Π. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 2) ἐπὶ παντὸς ἀγῶνος, ἀγών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Εὐμ. 776, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 880, Εὐρ. Μήδ. 1214· παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 550. 3) πᾶς δόλοςτέχνασμα, καθόλου, ὑπεκφυγή, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 689, πρβλ. 878· π. δικαστηρίου, τέχνασμα δικαστικόν, Αἰσχίν. 83, 16· σόφισμα, καὶ π. τῶν ἀκουόντων Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 12· - ὦ Θετταλὸν π., λεγόμενον πρός τινα, Ἀθήν. 308Β.

English (Slater)

πᾰλαισμα (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.) wrestling (bout) ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων (O. 9.13) παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (P. 8.35) (ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά- των αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον (N. 7.72) παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22)

Greek Monolingual

το (Α πάλαισμα) παλαίω
τέχνασμα παλαιστή που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την πτώση του αντιπάλου, παλαιστικό κόλπο
αρχ.
1. δόλος
2. τέχνασμαπάλαισμα τοῦτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)
3. πόλεμος
4. κάθε μορφή αγώνα
5. στον πληθ. τὰ παλαίσματα
α) παλαιστικά κατορθώματα
β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών
6. μτφ. υπεκφυγή.

Greek Monotonic

πάλαισμα: [ᾰ], -ατος, τό (παλαίω
1. τέχνασμα πάλης ή διαπάλη, σε Ηρόδ.· ἓν μὲν τόδ' ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων, σε Αισχύλ.
2. κάθε αγώνας, σε Τραγ.
3. κάθε τέχνασμα ή δόλος, υπεκφυγή, σε Αριστοφ.· πάλαισμα δικαστηρίου, τέχνασμα δικαστικό, σε Αισχίν.

Middle Liddell

πᾰ́λαισμα, ατος, τό, παλαίω
1. a bout or fall in wrestling, Hdt.; ἓν μὲν τόδ' ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων Aesch.
2. any struggle, Trag.
3. any trick or artifice, subterfuge, Ar.; π. δικαστηρίου a trick of the courts, Aeschin.

English (Woodhouse)

conflict, contest, a fall in wrestling, in wrestling, throw in wrestling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)