πανθηλής
From LSJ
English (LSJ)
Dor. πανθαλής, ές, (θάλλω) luxuriant, (ἄνθεα) B.12.69; ὕλη AP9.282 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 460] ὕλη, ἡ, allsprossend, Wald von allerlei Bäumen, Antp. Th. 40 (IX, 282).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait verdoyant.
Étymologie: πᾶς, θάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανθηλής -ές, Dor. πανθᾱλής [πᾶς, θάλλω] in volle bloei.
Russian (Dvoretsky)
πανθηλής: зеленеющий всеми деревьями или весь в цвету (ὕλη Anth.).
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανθαλής, -ές, Α
1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά
2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θηλής (< θηλέω «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. εριθηλής, νεοθηλής].
Greek Monotonic
πανθηλής: -ές (θάλλω), αυτός που αποτελείται από όλα τα είδη των δέντρων, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πανθηλής: -ές, (θάλλω) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ δένδρων παντὸς εἴδους, ὕλη Ἀνθ. Π. 9. 282.