πανόψιος
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
πανόψιον, (ὄψις)
A all-seen, in the sight of all, πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα Il.21.397 (v.l. ὑπονόσφιον).
II all-seeing, ὄμμα Nonn. D. 14.169.
German (Pape)
[Seite 462] 1) Alles sehend, Nonn. D. 14, 169. – 2) Allen sichtbar, ἔγχος, Il. 21, 397, die hellglänzende Lanze, πᾶσιν ὁρατόν, Andere erklärten, wie von ὀψέ, πάντων τελευταῖον καὶ ἔσχατον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανόψιος -ον [πᾶς, ὄψις] voor allen zichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνόψιος: видимый всеми или на глазах у всех Hom.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνόψιος: -ον, (ὄψις) ὑπὸ πάντων ὁρώμενος, πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα, «ἐν τῇ πάντων ὄψει ὁρώμενον πᾶσιν ὁρατόν, οἱονεὶ πανόρατον» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 397 (ὅτε ἢ συμφωνεῖ πρὸς τὸ ἔγχος ἢ δυνατὸν νὰ κῆται ἐπιρρηματικῶς). ΙΙ. ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, ὄμμα Νόνν. Δ. 14. 169.
English (Autenrieth)
(ὄψις): before the eyes of all, Il. 21.397†.
Greek Monolingual
-ον
1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὄψις (πρβλ. κατόψιος)].
Greek Monotonic
πᾰνόψιος: -ον (ὄψις), αυτός που είναι ορατός απ' όλους, που βρίσκεται στο οπτικό πεδίο όλων, σε Ομήρ. Ιλ.