περίγειος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίγειος Medium diacritics: περίγειος Low diacritics: περίγειος Capitals: ΠΕΡΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: perígeios Transliteration B: perigeios Transliteration C: perigeios Beta Code: peri/geios

English (LSJ)

περίγειον,
A surrounding the earth, φῶς, opp. αἰθέριος, Stoic.1.28; τὰ π. Cleanth.ib.111; π. χῶρος Ph.1.196; κόσμος Alex.Aphr. Pr.2.47.
2 of the earth, opp. ἀέριος etc., θεοί Cat.Cod.Astr.8(4).252.
II Astron., near the earth, σελήνη Vett. Val.55.23, etc.: Comp., Ptol.Alm.9.1: Sup., ib.3.3; τὸ π. (sc. σημεῖον) perigee, ibid.; π. ἐναντίωσις Phlp. in Cat.80.9.

German (Pape)

[Seite 571] die Erde umgebend, rings um die Erde gehend, Plut. Symp. 9, 14, 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la terre, terrestre.
Étymologie: περί, γῆ.

Russian (Dvoretsky)

περίγειος: земной (τὰ περίγεια καὶ τὰ οὐράνια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περίγειος: -ον, ὁ περὶ τὴν γῆν, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ πλησίον τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μετάρσιος, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Πλούτ. 2. 745Β, 887Β, 1029D· ― τὸ περίγειον, τὸ σύνολον τῆς γῆς πέριξ, Ἄννα Κομν. 1. 168.

Greek Monolingual

-α, -ο / περίγειος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει
2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν)
αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως της Σελήνης
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. ολόκληρη η γύρω έκταση, η γύρω περιοχή
2. η υφήλιος, η οικουμένη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη Γη ή βρίσκεται ή υπάρχει στη Γη, γήινοςπερίγειος βίος», Γρηγ. Νύσσ.)
2. αυτός που βρίσκεται κοντά στη Γη («περίγειος σελήνη», Βέττ. Βάλ.)
3. (για μέρη του ποδιού κάτω από το γόνατο) αυτός που βρίσκεται πλησιέστερα προς το έδαφος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίγεια
α) τα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν πάνω από τη Γη («τὰ θνητά τοῖς θεοῖς, καὶ τὰ περίγεια τοῖς οὐρανίοις», Πλούτ.)
β) τα επίγεια, τα εγκόσμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γειος (< γῆ), πρβλ. υπόγειος)].