περισσόπους

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόπους Medium diacritics: περισσόπους Low diacritics: περισσόπους Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΠΟΥΣ
Transliteration A: perissópous Transliteration B: perissopous Transliteration C: perissopous Beta Code: perisso/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, with a foot too many, Nonn. D. 7.43 (of old age).

German (Pape)

[Seite 592] mit einem überzähligen Fuße, Nonn. D. 7, 43.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα πόδα περισσότερον, κυφός… ὅτε τρομερῇσι περισσοπόδεσσι πορείαις γηροκόμῳ βαρύγουνος ἐρείδεται ἠθάδι βάκτρῳ Νόνν. Δ. 7. 43. (ἐπὶ τοῦ γήρατος).

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
μσν.
φρ. «κόμμα περισσόπουν» — μικρό κώλον που αποτελείται από άνισο αριθμό ποδών (Τζέτζ.)
αρχ.
(σχετικά με τη βακτηρία του γήρατος) αυτός που χρησιμοποιεί ένα πόδι περισσότερο, με ένα πόδι παραπάνω («Τρομερῇσι περισσοπόδεσσι πορείαις», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πούς, ποδός (πρβλ. πολύπους, χρυσόπους)].