πρόμαντις
English (LSJ)
προμάντεως, Ion. προμάντιος, ὁ, ἡ,
A prophet or prophetess, ὦ παῖ πρόμαντι Αατοῦς E.Ion681 (lyr.).
2 = προφήτης, the representative of the god and the organ of his prophecies, ἡ πρόμαντις title of the Pythia, Hdt.6.66, 7.111, 141; τὴν π. τὴν π. τὴν ἐν Δελφοῖς Th.5.16; Φοίβου πρόμαντις Neophr.1.3; also ἡ πρόμαντις of Apollo at Patara, Hdt.1.182; ὁ πρόμαντις of Ptoän Apollo, Id.8.135; πρόμαντις δὲ ὁ ἱερεύς ἐστι (sc. Διονύσου) Paus. 10.33.11; Δωδωναίων αἱ προμάντεις Hdt.2.55, cf. Euph.48; οἱ προμάντεις. of Apollo at Argos, SIG735.7 (i B.C.).
II Adj., prophetic, ἁ πρόμαντις δίκα justice giving presage of the issue, S.El.475 (lyr.); θυμὸς πρόμαντις 'my prophetic soul', E.Andr.1072: c. gen., τούτων πρόμαντις οὖσα prophetic, foreboding of a thing, A.Ch.758, cf. E.Hel.338 (lyr.), Or.1445 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, ἡ, Weissager, Prophetinn; τινός, Aesch. Ch. 747; ὦ παῖ πρόμαντι Λατοῦς, Eur. Ion 681; bes. hieß ἡ πρόμαντις die delphische Priesterinn, welche die Aussprüche des Orakels verkündigte, Her. 6, 66. 7, 111. 141; auch Δωδωναίων αἱ προμάντιες, 2, 55; übh. also die Stellvertreterinn des weissagenden Gottes, die in seinem Namen sprach, 8, 135; Thuc. 5, 16; δίκη πρόμαντις, die sich voraus verkündende, anmeldende Gerechtigkeit, Soph. El. 467; πρόμαντις θυμός, Eur. Andr. 1073; ἀλγέων, Hel. 345.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
prêtre ou prêtresse qui transmet des oracles, particul. prêtresse de Delphes ou de Dodone ; p. ext. (adj. m. et f.) : qui prédit, qui annonce, gén. ; abs. πρόμαντις Δίκα SOPH la Justice qui envoie un présage pour faire connaître à l'avance sa volonté ; πρόμαντις μάντις SOPH devin qui interprète un présage ; qui prévoit, qui devine, gén..
Étymologie: πρό, μάντις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-μαντις -εως, ὁ, ἡ, Ion. gen. -ιος, plur. -ιες, profeet, profetes:; ἐν Δελφοῖς ἡ π. de profetes in Delphi Luc. 70.60; met gen..; π. ἀλγέων voorspelster van ellende Eur. Hel. 338; adj. profetisch:. ὦ παῖ πρόμαντι Λατοῦς profetische zoon van Lato Eur. Ion 681.
Russian (Dvoretsky)
πρόμαντις: εως, ион. ιος adj. прорицающий, вещий (Δίκα Soph.; παῖς Λατοῦς Eur.): π. θυμός Eur. вещее сердце.
εως, ион. ιος ὁ и ἡ жрец и жрица, прорицатель(ница) (ἡ π. ἡ ἐν Δελφοῖς Thuc.; Δωδωναίων αἱ προμάντιες Her.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόμαντις: -εως, Ἰων. ιος, ὁ, ἡ, προφήτης ἢ προφῆτις, ὦ παῖ πρόμαντι Λατοῦς Εὐρ. Ἴων 681. 2) ἰδίως ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄργανον τῶν προφητειῶν αὐτοῦ· ἡ πρόμαντις, ἐκαλεῖτο κατ’ ἐξοχὴν ἡ Πυθία ἤτοι ἡ ἐν Δελφοῖς ἱέρεια, ἥτις ἔδιδε τὰς ἀποκρίσεις τοῦ μαντείου, Ἡρόδ. 6. 66., 7. 111, 141· τὴν πρ. τὴν ἐν Δελφοῖς Θουκ. 5. 16· Φοίβου πρ. Νεόφρων ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 667· οὕτως, ἡ πρ., τοῦ ἐν Πατάροις Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 182· ὁ πρ., ὁ τοῦ Πτώου Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. 8. 135· πρ. δὲ ὁ ἱερεύς ἐστι (ἐξυπ. Διονύσου) Παυσ. 10. 33, 11· Δωδωναίων αἱ προμάντιες Ἡρόδ. 2. 55. ΙΙ. εἶσιν ἁ πρόμαντις Δίκα, ἡ πέμψασα τὸ προμάντευμα Δίκη θὰ ἔλθῃ, Σοφ. Ἠλ. 475· θυμὸς πρ. ἡ προφητική μου ψυχή, Εὐρ. Ἀνδρ. 1072· μετὰ γεν., τούτων πρ. οὖσα, προφητική, προλέγουσά τι, Αἰσχύλ. Χο. 758, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 338, Ὀρ. 1445. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ὁ, ἡ, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. -άντιος Α μάντις
μάντης, προφήτης.
Greek Monotonic
πρόμαντις: -εως, Ιων. -ιος, ὁ, ἡ,·
I. 1. προφήτης ή προφήτισσα, σε Ευρ.
2. ο τίτλος της Πυθίας ή της Δελφικής ιέρειας, που έδινε τους χρησμούς του μαντείου, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως χρησιμ. για την ιέρεια στη Δωδώνη, σε Ηρόδ.
II. ως επίθ., προφητικός, δίκη πρόμαντις, η δίκη που στέλνει προμήνυμα για την απόφαση, σε Σοφ.· θυμὸς πρόμαντις, «η προφητική μου ψυχή», σε Ευρ.· με γεν., τούτων πρόμαντις οὖσα, προφητική, αυτή που προλέγει κάτι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πρό-μαντις, εως,
I. a prophet or prophetess, Eur.
2. the title of the Pythia or Delphic priestess, who gave out the answers of the oracle, Hdt., Thuc.; so of the priestess at Dodona, Hdt.
II. as adj. prophetic, δίκη πρ. justice giving presage of the issue, Soph.; θυμὸς πρ. "my prophetic soul, " Eur.; c.gen., τούτων πρ. οὖσα prophetic, foreboding of a thing, Aesch.
English (Woodhouse)
priestess, presaging, prophetic of
Lexicon Thucydideum
Translations
prophet
Afrikaans: profeet; Albanian: profet, mrrim; Amharic: ነቢይ; Arabic: نَبِيّ, نَبِيء; Aramaic: נביא; Classical Syriac: ܢܒܝܐ mā); Armenian: մարգարե; Asturian: profeta; Avar: авараг; Azerbaijani: peyğəmbər, nəbi, rəsul; Bashkir: пәйғәмбәр; Beaver: naachin; Belarusian: прарок, прарочыца; Bengali: নবী; Bulgarian: пророк, пророчица; Burmese: ပရောဖက်; Catalan: profeta; Chechen: пайхамар; Chinese Mandarin: 先知, 預言家/预言家; Chuvash: пӳлӗхҫӗ; Czech: prorok, prorokyně; Danish: profet, profetinde; Dutch: profeet, profete, ziener, zieneres; Esperanto: profeto, profetino; Estonian: prohvet; Ewe: nyagblɔɖila; Faroese: profetur, spámaður; Finnish: profeetta; French: prophète, prophétesse; Galician: profeta, profetisa; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: Prophet, Prophetin, Weissager; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌴𐍃; Greek: προφήτης; Ancient Greek: ἀφήτωρ, ἐνθεάτης, θεσπιστής, θεοπρόπος, μάντις, πρόμαντις, προφάτας, προφήτης, προφῆτις, προφήτωρ, φοιβητήρ, φοιβητής, χρησμοδότης, χρήστης; Haitian Creole: profèt; Hausa: annabi; Hebrew: נָבִיא, איש האלוהים; Hindi: नबी; Hungarian: próféta; Icelandic: spámaður; Indonesian: nabi; Irish: fáidh; Italian: profeta, vate, divinatore, aedo; Japanese: 預言者; Kazakh: пайғамбар; Khmer: ព្យាការី; Konkani: पैगंबर; Korean: 선지자(先知者), 예언자(豫言者); Kumyk: пайхаммар; Kurdish Central Kurdish: پێغەمەر; Northern Kurdish: resûl, nebî, pêxember; Kyrgyz: пайгамбар; Lao: ສາດສະດາ; Latin: propheta, vates, fatidicus, fatidica, vaticinator; Latvian: pravietis; Lezgi: пайгъамбар; Lithuanian: pranašas; Luxembourgish: Prophéit, Prophéitin; Macedonian: пророк, пророчица; Malay: nabi; Maltese: profeta; Manchu: ᡦᠣᡵᠣᡶᡳᠶᡝᡨᠠ; Mongolian Cyrillic: бошиглогч; Mwani: ntume; Ngazidja Comorian: mtrume; Niuean: perofeta; Norwegian Bokmål: profet, profetinne; Nynorsk: profet, profetinne; Old English: wītga; Old Norse: spámaðr; Ottoman Turkish: پیغامبر; Pashto: نبي, رسول, پيغمبر; Persian: پیامبر, نبی, رسول, وخشور, پیغمبر; Plautdietsch: Profeet; Polish: prorok, prorokini; Portuguese: profeta, profetisa; Romanian: proroc, profet; Romansch: profet; Russian: пророк, пророчица; Sakha: көрбүөччү; Samoan: perofeta; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀рок, про̀рочица; Roman: pròrok, pròročica; Sinhalese: තුමා; Slovak: prorok, prorokyňa; Slovene: prerok, prerokinja; Somali: nebi; Spanish: profeta, profetisa; Swahili: nabii, mtume; Swedish: profet; Tagalog: propeta, manghahawo; Tajik: расул, пайғамбар; Tashelhiyt: arqqas; Tatar: пәйгамбәр; Tausug: nabī; Thai: ศาสดา; Turkish: peygamber, nebi, resul, serdar-ı ekrem, Allah'ın elçisi, yalvaç; Turkmen: pygamber; Ukrainian: пророк, пророчиця; Urdu: نَبی; Uyghur: پەيغەمبەر, نەبى, روسۇل; Uzbek: paygʻambar, nabi, rasul; Vietnamese: nhà tiên tri; Volapük: profetan, hiprofetan, jiprofetan; Welsh: proffwyd; Yiddish: נבֿיא, נבֿיאה