πρότονος
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (Autenrieth)
(τείνω): only pl., forestays of a ship, ropes extending from the mast to the inner portion of the bows, Il. 1.434, Od. 2.425. (See cut under Σειρήν.)
English (Woodhouse)
(see also: πρότονοι) forestay, rope
German (Pape)
[Seite 793] ὁ, ein Schiffstau, das von der Spitze des Mastes nach den beiden Spitzen des Schiffes gespannt war, und den Mastbaum aufzurichten, niederzulassen und festzuhalten diente; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες, Il. 1, 434; κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν, sc. ἱστόν, Od. 2, 425. 15, 290; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔῤῥηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους· ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν, 12, 409 ff.; σωτῆρα ναὸς πρότονον, Aesch. Ag. 871; κατὰ πρώραν, Eur. I. T. 1134; Hec. 114; u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 564; πολιὸς πρότονος ἐκλέλυται, Meleag. 77 (v, 204); Luc. Iov. trag. 47.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
câble qui relie le mât à la proue et sert à le maintenir ou à le baisser.
Étymologie: προτείνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ετερογ. πληθ. πρότονα, τά, Α
ναυτ. ισχυρό σχοινί ή συρματόσχοινο που δένεται στην πλώρη του πλοίου και χρησιμεύει για την αντιστήριξη τών ιστών και τών πανιών, ανάλογα δε με τις θέσεις του ιστού που αντιστηρίζει έχει και ειδικότερη ονομασία (α. «πρότονος στήλης» β. «πρότονος επιστηλίου»
αρχ.
1. μτφ. στέγαστρο στην πλώρη του πλοίου
2. στον πληθ. οἱ πρότονοι και τὰ πρότονα
τα σχοινιά με τα οποία ανελκύονται τα ιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τόνος (< τείνω)].
Russian (Dvoretsky)
πρότονος: ὁ мор. штаг, канат (протянутый от верхушки мачты к носу или к корме) Hom., Aesch., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρότονος -ου, ὁ [προτείνω] stag (gespannen kabel die de mast overeind houdt):. ἱστοῦ... προτόνους ἔρρηξ’ ἀνέμοιο θύελλα een windvlaag trok de stagen van de mast Od. 12.409.