ροδόξυλο

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία ξυλείας που λαμβάνεται από διάφορα τροπικά δέντρα της Βραζιλίας, της Ονδούρας, της Τζαμάικας, της Αφρικής και της Ινδίας και, κατ' επέκταση, κοινή ονομασία τών δέντρων από τα οποία λαμβάνεται η ξυλεία αυτή.