σικάριος
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, murderer, assassin, Lat. sicarius, Act.Ap.21.38, J.AJ20.8.10, al.
English (Thayer)
σικαριου, ὁ (a Latin word), an assassin, i. e. one who carries a dagger or short sword (Latin sica (cf. Josephus, as below)) under his clothing, that he may kill secretly and treacherously anyone he wishes to (a cut-throat): Josephus, b. j. 2,17, 6 σικαριους ἐκάλουν τούς λῃστάς ἔχοντας ὑπό τοῖς κόλποις τά ξιφη (cf. 2,13, 3); also Antiquities 20,8, 10 σικαριοι λῃσταί εἰσί χρώμενοι ξιφιδιοις παραπλησιοις μέν τό μέγεθος τοῖς τῶν Περσῶν ἀκινακαις, ἐπικαμπεσι δέ ] καί ὁμοιοις ταῖς ὑπό Ῥωμαίων σικαις καλουμεναις, ἀφ' ὧν καί τήν προσηγοριαν οἱ ληστευοντες ἔλαβον πολλούς ἀναιροῦντες.) (Synonym: see φονεύς.)
French (New Testament)
ου (ὁ) assassin ; sicaire ; terroriste
[lat. sicarius]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σικάριος -ου, ὁ [Lat. sicarius] sicariër (Joodse opstandeling tegen Romeinse overheersing). NT Act. Ap. 21.38.
Russian (Dvoretsky)
σικάριος: ὁ (лат. sicarius) убийца, разбойник NT.
Greek (Liddell-Scott)
σικάριος: ὁ, Λατ. sicarius, φονεύς, δολοφόνος, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 38, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 20. 8. 10, κ. ἀλλ.
English (Strong)
of Latin origin; a dagger-man or assassin; a freebooter (Jewish fanatic outlawed by the Romans): murderer. Compare φονεύς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. δολοφόνος, φονιάς
2. στον πληθ. oἱ σικάριοι
ξιφοφόροι, σώμα ξιφοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sicarius < sica «μαχαίρι»].
Greek Monotonic
σικάριος: ὁ, το Λατ. sicārius, δολοφόνος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
σικάριος, ὁ,
the Lat. sicarius, an assassin, NTest.
Chinese
原文音譯:sik£rioj 西卡里哦士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(短劍)
字義溯源:兇徒,兇,刺客,配帶短劍的
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 兇(1) 徒21:38