συναναπαύομαι
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
English (LSJ)
Pass., sleep with, γυναικί D.H.Rh.9.4, cf. Plu.2.125a, Hld.6.8; to be refreshed, receive comfort along with, ὑμῖν Ep.Rom.15.32.
German (Pape)
[Seite 1000] pass., mit oder zugleich ruhen, τινί. Plut. de Stoic. repugn. 4 Prom. 5.
French (Bailly abrégé)
se reposer, dormir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναπαύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναπαύομαι samen uitrusten, samen slapen.
Russian (Dvoretsky)
συναναπαύομαι: вместе отдыхать, возлежать рядом (τινι Plut., NT).
English (Strong)
middle from σύν and ἀναπαύω; to recruit oneself in company with: refresh with.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive συναναπαύσωμαι; to take rest together with: τίνι, with one, to sleep together, to lie with, of husband and wife (Dionysius Halicarnassus, Plutarch); metaphorically, τίνι, to rest or refresh one's spirit with one (i. e. to give and get refreshment by mutual contact), Romans 15:32 (Lachmann omits).
Greek Monolingual
ΜΑ
αναπαύομαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον («ἵνα ἔλθω πρὸς ὑμᾱς... καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῖν», ΚΔ)
μσν.
τερματίζω μαζί με κάποιον
αρχ.
κοιμάμαι μαζί με άλλον ή κοντά σε άλλον (α. «γυναικὶ συναναπαύεσθαι», Διον. Αλ.
β. «δεῡρο καὶ συνανάπαυσαι φίλος ὄναρ γοῦν ὀφθείς», Ηλιόδ.).
Greek Monotonic
συναναπαύομαι: Παθ., αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, κοιμάμαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συναναπαύομαι: παθ., ἀναπαύομαι ὁμοῦ μετά τινος, συγκοιμῶμαι, τῇ γυναικὶ Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 4, Πλούτ. 2. 125Α˙ ― ἀναπαύομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιε΄, 32˙ ― εὕρηται ἀόρ. συνανεπάην, ἐν Ἡγησίππ. παρ’ Εὐσ. (Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 22).
Middle Liddell
Pass. to take rest with others, NTest.
Chinese
原文音譯:sunanapaÚomai 尋-安那-袍哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-上-停止
字義溯源:同得安息,使恢復;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀναπαύω)=舒暢)組成,其中373又由(ἀνά)*=上)與(παύω)*=止住)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 同得安息(1) 羅15:32