συνδιαιτητής

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐαιτητής Medium diacritics: συνδιαιτητής Low diacritics: συνδιαιτητής Capitals: ΣΥΝΔΙΑΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syndiaitētḗs Transliteration B: syndiaitētēs Transliteration C: syndiaititis Beta Code: sundiaithth/s

English (LSJ)

συνδιαιτητοῦ, ὁ,
A joint arbitrator, D.33.19,31.
II one who lives with another, companion, Luc.Ep.Sat.36 (v.l. for συνδαίτης), Sch.Ar.Pl.602.

German (Pape)

[Seite 1007] ὁ, 1) der mit einem Andern zusammen wohnt u. lebt, Luc. epist. Saturn. 36, l. d. – 2) Mitschiedsrichter, Dem. 33, 19. 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 arbitre avec un autre;
2 qui vit avec un autre compagnon.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαιτητής -ου, ὁ [συνδιαιτάω: als medescheidsrechter beslissen] mede-scheidsrechter.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαιτητής: οῦ ὁ
1 живущий вместе, сожитель Luc.;
2 сочлен третейского суда Dem.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συνδιαιτῶ, συνδιαιτῶμαι
διαιτητής μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
νεοελλ.
(κυρίως) άτομο που διαιτητεύει αθλητικό αγώνα μαζί με άλλον
αρχ.
αυτός που ζει μαζί με κάποιον, σύνοικος.

Greek Monotonic

συνδιαιτητής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που επιδικάζει, που κρίνει ως διαιτητής από κοινού με άλλον, σε Δημ.
II. αυτός που συζεί με κάποιον, σύντροφος, παρέστιος, σύνοικος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐνεργῶν ὡς διαιτητὴς (ὅρα διαιτητής), Δημ. 898. 25., 902. 25. ΙΙ. ὁ μετά τινος διαιτώμενος ἢ συζῶν, σύνοικος, σύντροφος, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 36, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 602.

Middle Liddell

συν-διαιτητής, οῦ, ὁ,
I. a joint arbitrator, Dem.
II. one who lives with another, a companion, Luc.

English (Woodhouse)

fellow-arbitrator

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)