συνεθέλω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
have the same wish, consent, Antipho 3.2.8, X.Eq.Mag. 9.7; τινι to a thing, Aen.Tact.11.13; poet. συνθέλω, S.OC1344, Fr.489, E.HF832, also in Arist.EN1167a1: fut. συνθελήσω E.Tr. 62.
German (Pape)
[Seite 1010] (s. ἐθέλω), mit, auch, dasselbe wollen, beistimmen; Plat. Ep. I, 309 a; Antiph. 3 β 8.
French (Bailly abrégé)
vouloir avec ou vouloir la même chose, être d'accord.
Étymologie: σύν, ἐθέλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεθέλω en (meestal poët.) συνθέλω, Att. ook ξυνθέλω mede willen, ook willen, met acc..; συνθελήσεις ἃν (= ἃ ἂν) ἐγὼ πρᾶξαι θέλω; zul je ook willen wat ik wil doen? Eur. Tr. 62; subst. ptc. (ὁ) συν(ε)θέλων medestander:. πλείστους... τοὺς συνεθέλοντας λαμβάνειν de meeste medestanders krijgen Xen. Hell. 2.3.14. (iem.) steunen in zijn wens om, met dat. en inf.: Τιμασίωνι... ἄρχειν σ. Timasion steunen in zijn wens om aanvoerder te zijn Xen. An. 6.1.32.
Russian (Dvoretsky)
συνεθέλω: (= συνθέλω) желать одного и того же, быть согласным Plat.: θεῶν συνεθελόντων Xen. если будет на то и воля богов.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθέλω: ἔχω τὴν αὐτὴν θέλησιν, συναινῶ, Ἀντιφῶν 122. 4, Ξεν. Ἱππαρχ. 9, 7· τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰν. Τακτ. 11· ― παρὰ ποιηταῖς συνθέλω, Σοφ. Ο. Κ. 1344, Ἀποσπ. 435, Εὐρ. Τρῳ. 62, Ἡρ. Μαιν. 832, Ἀριστοφ. Ὄρν. 851· ὡσαύτως παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. συνθέλω Α ἐθέλω / θέλω
έχω την ίδια θέληση με κάποιον άλλον.
Greek Monotonic
συνεθέλω: έχω την ίδια επιθυμία, την ίδια βούληση, συναινώ, σε Ξεν.· στους ποιητές, συνθέλω, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
to have the same wish, to consent, Xen.: —in Poets συνθέλω, Soph., Eur.