Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπερημερία

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α
1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης
2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια της παρέλευσης της προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του
νεοελλ.
1. (νομ.) υπαίτια καθυστέρηση καταβολής ή αποδοχής της παροχής
2. φρ. α) «υπερημερία οφειλέτη»
(νομ.) η παράνομη καθυστέρηση της παροχής από γεγονός για το οποίο ευθύνεται ο οφειλέτης
β) «υπεριμερία δανειστή»
(νομ.) η νομική κατάσταση που δημιουργεί ο δανειστής όταν αυθαίρετα αρνείται την προσήκουσα παροχή ή αρνείται να συμπράξει στην εκτέλεσή της όταν η σύμπραξη αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης της οφειλής από τον οφειλέτη
αρχ.
1. πρόστιμο που επιβαλλόταν στην περίπτωση της μη εμπρόθεσμης παράδοσης ή διανομής αντικειμένων
2. καταπόνηση, εξάντληση
3. έγγραφο με το οποίο δηλωνόταν κατάσχεση
4. φρ. α) «λαμβάνω τι ὑπερημερίᾳ» — παραλαμβάνω κάτι με το δικαίωμα της κατάσχεσης (Δημοσθ.)
β) «ὑπερημερίαν πράττω» — ενεργώ κατάσχεση λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης (Θεόφρ.).