ἀμφώβολος

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφώβολος Medium diacritics: ἀμφώβολος Low diacritics: αμφώβολος Capitals: ΑΜΦΩΒΟΛΟΣ
Transliteration A: amphṓbolos Transliteration B: amphōbolos Transliteration C: amfovolos Beta Code: a)mfw/bolos

English (LSJ)

ὁ, (ὀβολός)
A javelin with double point or spit with double point, E.Andr. 1133.
2 as adjective, in neut. pl., ἀμφώβολα = roasted on the spit, of victims sacrificed in divination, S.Fr.1006 (expl. as διὰ σπλάγχνων μαντεῖαι by Eust.1405.30, Hsch.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 subst. pica o dardo ofensivo por los dos extremos, E.Andr.1133.
2 subst. τὰ ἀμφώβολα = las entrañas ensartadas como medio de adivinación, S.Fr.1006, cf. Eust.1405.30.

German (Pape)

[Seite 146] ὁ, eine Art Wurfspieß mit doppelter Spitze, Eur. Andr. 11 31. Bei Soph. frg. 835 sind ἀμφώβολα nach Eust. αἱ διὰ σπλάγχνων μαντεῖαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux pointes ; ὁ ἀμφώβολος sorte de javelot à deux pointes ; τὰ ἀμφώβολα divination par les entrailles des victimes (percées de part en part par la broche).
Étymologie: ἀμφί, ὀβολός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφώβολος:обоюдоострое метательное копье или копье с двойным острием Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφώβολος: ὁ, (ὀβολὸς) ἀκόντιον ἢ ὀβελὸς (σοῦβλα) μὲ διπλῆν αἰχμήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1133: - ἀμφώβολα παρὰ Σοφ. Ι Ἀποσπ. 835) παρ’ Εὐστ. 1405. 30 ἑρμηνεύεται: αἱ διὰ σπλάχνων μαντεῖαι. Πρβλ. πεμπώβολον.

Greek Monolingual

ἀμφώβολος, ο (ΑΜ)
1. ακόντιο ή οβελός με αιχμή και στα δύο άκρα
2. (ως επίθ. στον πληθ. του ουδ.) τὰ ἀμφώβολα
α) (για τα θυσιαζόμενα ζώα) ψημένα στη σούβλα
β) κατά τον Ευστάθιο, η μαντεία κατόπιν εξετάσεως τών σπλάχνων από τα θυσιαζόμενα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ὀβολὸς «σούβλα»].

Greek Monotonic

ἀμφώβολος: ὁ (ὀβολός), ακόντιο ή σούβλα με διπλή αιχμή, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀβολός
a javelin or spit with double point, Eur.