ἀνδρογύναιος Search Google

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρογύναιος: ὁ, ὁ αἰσχρῶς καὶ ποιῶν καὶ πάσχων, Ἀθαν. Διαλ. 3 περὶ τριάδ. 2, σ. 185.

Spanish (DGE)

-ον
1 común a los dos sexos ἀνδρογύναιός ἐστιν ἡ σάρξ Ath.Al.M.28.1213C.
2 subst. afeminado δειλία κατέχει ἀνδρογύναιον LXX Pr.19.15.

Translations