ἀνειλείθυια
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ἡ, without the aid of Eileithyia, ἀ. ὠδίνων λοχιᾶν never having invoked her aid in childbirth, E.Ion453, cf. Eust.1861.44.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
que no tuvo la ayuda de Ilitia e.d. que nació sin parto de la diosa Atena, E.Io 453, pero cf. Εὐριπίδης ... ἀνειλείθυιαν εἰπὼν τὴν μὴ γεννήσασαν Eust.1861.44.
German (Pape)
[Seite 220] ἡ, ohne die Göttin Eileithyia, die noch nicht geboren hat, ὠδίνων λοχιᾶν Eur. Ion. 467.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
que n'a pas assistée la déesse Eileithyia, càd qui n'a pas encore enfanté.
Étymologie: ἀ, Εἰλείθυια.
Russian (Dvoretsky)
ἀνειλείθυια: ἡ никогда не рожавшая Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειλείθυια: ἡ, ἡ ἄνευ τῆς βοηθείας τῆς θεᾶς τοῦ τοκετοῦ Εἰλειθυίας γεννηθεῖσα, περὶ τῆς Ἀθηνᾶς ἥτις κατὰ τὴν μυθολογίαν ἐγεννήθη ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός, σὲ τὰν ὠδίνων λοχιᾶν ἀνειλείθυιαν ἐμὰν Ἀθάναν ἱκετεύω Εὐρ. Ἴων 453. - ὁ Εὐστάθιος Ὀδ. 1861. 44 ἑρμηνεύει «ἀνειλείθυιαν μὴ γεννήσασαν». - ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Σουΐδ. «ἄτοκον», πάντες δὲ παραπέμπουσιν εἰς τὸν Ἴωνα τοῦ Εὐρ., ὥστε κατ’ αὐτοὺς πρόκειται περὶ τῆς παρθενίας τῆς Ἀθηνᾶς· πρβλ. σημ. Paley ἐν τόπῳ. - Ὁ Γρηγ. Κορίνθου (Ρήτορες τόμ. 7, μέρ. ΙΙ. σ. 1141, ἔκδ. Walz) λέγει: «εἰλείθυιαι δὲ λέγονται παρὰ Δωριεῦσιν αἱ ὠδῖνες· ὅθεν καὶ ἀνειλείθυια ἡ ἄγονος γυνή».
Greek Monolingual
ἀνειλείθυια, η (Α)
ειλείθυια
(επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίας
β) κόρη, παρθένος.
Greek Monotonic
ἀνειλείθυια: ἡ, χωρίς τη βοήθεια της Ειλειθυίας, σε Ευρ.
Middle Liddell
without the aid of Eileithuia, Eur.