Στύγιος
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A.Pers.668 (lyr.); also ος, ον E.Med.195 (anap.), Hel.1339(lyr.), Plu. (v. infr.): (Στύξ):—
A Stygian, of the nether world, ἀχλύς A.l.c.; δόμος S.OC1564 (lyr.); ποταμός Pl.Phd. 113c.
II = στυγητός, hateful, abominable, λῦπαι, ὀργαί, E. ll. cc.; ἡμέρα Plu.2.828a.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 du Styx, infernal;
2 p. ext. odieux, horrible, néfaste.
Étymologie: Στύξ.
Russian (Dvoretsky)
Στύγιος: и
1 стигийский, подземный (ἀχλύς Aesch.; δόμος Soph.): Σ. ποταμός Plat. = Στύξ;
2 мрачный, страшный (λῦπαι Eur.; ἡμέρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
Στύγιος: [ῠ], -α, -ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 668· ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Μήδ. 195, Ἑλ. 1355· (Στύξ)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Στύγα, ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, ἀχλὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· δόμος Σοφ. Ο. Ι. 1564· ποταμὸς Πλάτ. Φαίδων 113C. ΙΙ. = στυγητός, μισητός, βδελυκτός, ἀπεχθής, λῦπαι, ὀργαὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἡμέρα Πλούτ. 2. 828Α.
Greek Monotonic
Στύγιος: [ῡ], -α, -ον και -ος, -ον (Στύξ),·
I. αυτός που ανήκει στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. = στυγητός, μισητός, αποτρόπαιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
Στῠ́γιος, η, ον Στύξ
I. Stygian, Aesch., Soph.
II. = στυγητός, hateful, abominable, Eur.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний