ἀπείραστος

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείραστος Medium diacritics: ἀπείραστος Low diacritics: απείραστος Capitals: ΑΠΕΙΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: apeírastos Transliteration B: apeirastos Transliteration C: apeirastos Beta Code: a)pei/rastos

English (LSJ)

ἀπείραστον,
A incapable of being tempted, κακῶν Ep.Jac.1.13.
II without experience, τῶν ἀβουλήτων Alciphr.3.37.
III not experienced, Gal.13.459; untried, τέχνη Phld.Rh.1.45 S.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido probado o tentado de pers. Agraph.90 (p.130)
de cosas no probado o experimentado τέχνη Phld.Rh.p.85Aur., cf. Gal.13.459.
2 que no puede ser tentado de Dios ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστιν κακῶν Ep.Iac.1.13, ἀ. στρατηγός insobornable, LW 1522a (Esmirna).
3 que no tiene experiencia καλὸν ... ἀ. εἶναι τῶν ἀβουλήτων Alciphr.2.35.3.

German (Pape)

[Seite 284] unversucht, unerprobt; von der Jungfrau, unberührt, Heliod.; κακῶν N.T. Iac. 1, 13, unerfahren darin. S. folgd.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non tenté, non séduit;
NT: qui ne peut être tenté.
Étymologie: , πειράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείραστος: неискушаемый, недоступный искушению (κακῶν NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείραστος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πειρασμόν, ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν Ἐπιστ. Ἰακὼβ α΄, 13.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of πειράω; untried, i.e. not temptable: not to be tempted.

English (Thayer)

ἀπειραστον (πειράζω), as well untempted as untemptable: ἀπείραστος κακῶν that cannot be tempted by evil, not liable to temptation to sin, Winer's Grammar, § 30,4 (cf. § 16,3a.; Buttmann, 170 (148)). (Josephus, b. j. 5,9, 3; 7,8, 1, and ecclesiastical writings. The Greeks said ἀπείρατος, from πειράω.)

Greek Monolingual

ἀπείραστος, -ον (AM)
ο μη υποκείμενος σε πειρασμό
αρχ.
άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πειράζω «βάζω σε δοκιμασία»].

Greek Monotonic

ἀπείραστος: -ον (πειράζω), αυτός που δεν είναι δυνατον να εμβληθεί ή να υποκύψει στον πειρασμό ενός πράγματος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

πειράζω
incapable of being tempted by a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:¢pe⋯rastoj 阿-胚拉士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-細察的
字義溯源:不能被試探的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πειράω)=實驗)組成;其中 (πειράω)出自(πεῖρα)=試驗),而 (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊,經過), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 不能被⋯試探的(1) 雅1:13