ἐγκαθέζομαι
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
fut. ἐγκαθεδοῦμαι, sit or settle oneself in, Ar.Ec.23; εἰς θᾶκον Id.Ra.1523; εἰς ἐνέδραν Arr.Tact.15.5; encamp in a place, Th.3.1, 4.2; τῶν δαιμονίων -καθεζομένων J.AJ6.11.2.
Spanish (DGE)
I en v. med.
1 sentarse εἰς τὸν θᾶκον ... ἐγκαθεδεῖται Ar.Ra.1523, ἐγκαθεζόμενος λάθρᾳ ἐν ταῖς γυναιξίν Ar.Th.185, en la asamblea, Ar.Ec.98, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.58
•fig. αὕτη δὲ (ἡ ἐπιβουλή), ὅταν ἐγκαθεσθῇ ... τὴν ψυχὴν προσαπόλλυσι Chrys.M.50.772
•de los pájaros posarse οἱ ἀνθέρικες ... τοὺς ὄρνιθας ... οὐκ ἐπιτρέποντες ἐγκαθέζεσθαι τῷ καρπῷ Chrys.M.49.123.
2 apostarse, acechar μή τις ἐκ τῶν φονέων ἐγκαθέζοιτο ἐνέδρα App.BC 3.11, ὠφέλιμοι δὲ καὶ ἐς ἐνέδραν ἐγκαθέζεσθαι Arr.Tact.15.5, ἐν τοῖς ἔχουσι πλοῦτον ἀγνωσίας ... ὁ διάβολος ἐγκαθέζεται Origenes M.12.1195D.
3 acampar, estar acampado ἐγκαθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν Th.3.1, 4.2, μέλλουσαν ἐκεῖ Ῥωμαίων φρουρὰν ἐγκαθέζεσθαι I.Vit.422, ἐγκαθεζόμενος ἡμέρας συχνάς D.H.8.16, 9.71.
4 fig. estar asentado, residir, morar τῶν δαιμονίων ἐγκαθεζομένων I.AI 6.211, τὰ εὐαγγέλια ... ἐν οἷς ἐγκαθέζεται Χριστός Iren.Lugd.Haer.3.11.8, ἐν ἀποκρύφῳ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἔνοικος ἐγκαθέζεται ... ὁ Ὕψιστος Eus.M.23.1141B, ταῦτα ... ἐγκαθέζεται τῇ καρδίᾳ Basil.M.29.273B, 32.1176C.
II en v. act.
1 tomar baños de asiento c. dat. ἁρμόζει δὲ θερμοῖς ἐγκαθέζειν ἐπανιέντας τὸν δακτύλιον conviene que (los pacientes) los tomen calientes, relajando el ano Dsc.Eup.2.56, δεῖ δὲ χλιαροῖς ἐ. Dsc.Eup.2.89, en v. pas. ἀφέψημα ... σιδίων ἐγκαθεζόμενον decocción de cáscaras de granada aplicada en baño de asiento Dsc.Eup.1.216.
2 aplicar un remedio, en v. pas. τῆς γλώσσης κρατουμένης, ὥστε ἐγκαθεσθῆναι τὸ βοήθημα Hippiatr.Paris.249.
German (Pape)
[Seite 703] darin sitzen, sich darin lagern; partic. abs., Thuc. 3, 1. 4, 2; ἐν τῇ γῇ D. Hal. 9, 62; sich darauf-, hineinsetzen, εἰς τὸν θᾶκον ἐγκαθεδεῖται Ar. Ran. 1523; – Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθεδοῦμαι;
1 s'asseoir ou être assis;
2 s'établir, camper.
Étymologie: ἐν, καθέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθέζομαι: (fut. ἐγκαθεδοῦμαι)
1 усаживаться, рассаживаться (εἰς τὸν θᾶκον Arph.);
2 располагаться лагерем, обосновываться (ἐγκαθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι. Ἀποθ.: - καθίζω, τοποθετῶ ἐμαυτὸν εἴς τι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 23· εἰς θᾶκον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1523: - στρατοπεδεύω εἴς τι μέρος, Θουκ. 3. 1., 4. 2· ἴδε τὸ ῥῆμα καθέζομαι.
Greek Monolingual
ἐγκαθέζομαι (Α)
1. κάθομαι κάπου, παίρνω μια θέση
2. μένω κάπου μόνιμα, εγκαθίσταμαι
3. στρατοπεδεύω.
Greek Monotonic
ἐγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, αποθ., κάθομαι ή τοποθετώ τον εαυτό μου σε ένα μέρος, εἰς θᾶκον, σε Αριστοφ.· στρατοπεδεύω σε κάποιο σημείο, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. -εδοῦμαι
Dep. to sit or settle oneself in a place, εἰς θᾶκον Ar.:— to encamp in a place, Thuc.