ἐλαιηρός
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ά, όν,
A of or for oil, κεράμια Hp.Mul.2.114; γόμος OGI629.48 (Palmyra, ii A.D.); of oils, εἶδος Pl.Ti.60a; ἐ.δρόσος, i.e. oil, AP5.3 (Phld.); κόλον ἐ. PSI5.535.46 (iii B.C.); ἐ. ἐν πεδίῳ oil-producing, IG14.933.
2 oily, λιβάς ib.12(2).129.6 (Mytil.), cf. Gal.6.547.
3 of bees, honied, dub. in Pi.Fr.123.8.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): ἐλαηρ- IG 11(2).219B.76 (III a.C.)
I 1productor de olivos πεδίον IPorto 45 (imper.).
2 de olivo, relativo al olivo ἐ. πόθος deseo de olivo ref. una supuesta querencia que los pulpos sienten por el olivo, Opp.H.4.299.
II 1consistente en aceite, de aceite ἐλαιηραὶ στάγες gotas de aceite A.R.4.626, δρόσος AP 5.4 (Phld.), λιβάς IG 12.Suppl.129.6 (Mitilene II d.C.?), γόμος OGI 629.52 (Palmira II d.C.).
2 de aceite, que contiene aceite κεράμια Hp.Mul.2.114, ἀμφορεύς IG 22.1425.345 (IV a.C.), στάμνος IG 11(2).199B.75 (III a.C.), χοῦς IG l.c., κοῦφα PFlor.364.16 (III d.C.) en BL 1.459
•neutr. subst. (τὸ) ἐ. conserva en aceite κόλου ἐ. PSI 535.46 (III a.C.).
3 oleoso εἶδος Pl.Ti.60a, ἐ. ἰκμάς sustancia oleosa exudada por ciertos arbustos, Plu.2.640d, τὸ τῶν σησάμων σπέρμα Gal.6.547; cf. ἐλαιρός, ἐληρός.
German (Pape)
[Seite 788] ölig, von Oel; εἶδος Plat. Tim. 60 a; δρόσος, d. i. Oel, Philodem. 17 (V, 4), wie στάγες Ap. Rh. 4, 626; κεράμια, ἀγγεῖα, Hippocr., Poll. – Im Ep. ad. 194 (App. 323) heißt der Ort um eine Quelle χῶρος ἐλαιηρῇ τερπόμενος λιβάδι, was man von klarem Wasser erkl., wie Böckh Pind. frg. 88 ἐλαιηρᾶν μελισσᾶν für ἐλεηράν schreibt, die von Honig triefende.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 huileux;
2 plein d'huile (vase).
Étymologie: ἐλαία.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιηρός: масляный, маслянистый (εἶδος Plat.; ἰκμάς Plut.; δρόσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιηρός: -ή, -όν, ἐλαιοδόχος, ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Ἱππ. 640. 12˙ ἐλαιώδης, ἐλαιηρὸν εἶδος Πλάτ. Τίμ. 60 Α˙ ἐλ. δρόσος, δηλ. ἔλαιον, Ἀνθ. Π. 5. 4˙ ἐλαιοφόρος, ἐλ. ἐν πεδίῳ Ἐπιγρ. Ἑλλ. 641. 2) ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 88, ἐπὶ μελισσῶν, πλήρεις μέλιτος πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 323.
Greek Monolingual
ἐλαιηρός, -ά, -όν (Α)
1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» — το λάδι)
2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος
3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος
4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα του λαδιού
5. (ποιητ.) (για μέλισσα) μελιττοφόρος, που έχει άφθονη παραγωγή.
Greek Monotonic
ἐλαιηρός: -ή, -όν, ελαιώδης, λιπαρός, λαδερός, αυτός που είναι φτιαγμένος από λάδι, σε Ανθ.