ἐξαμάω

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμάω Medium diacritics: ἐξαμάω Low diacritics: εξαμάω Capitals: ΕΞΑΜΑΩ
Transliteration A: examáō Transliteration B: examaō Transliteration C: eksamao Beta Code: e)cama/w

English (LSJ)

(A), mow out, reap out, finish mowing or finish reaping, harvest, ἐξαμᾷ θέρος A.Pers.822, cf.Ag.1655 (troch.), E.Ba.1315; σπείρων.. κἀξαμῶν ἅπαξ sowing and reaping, S.Tr.33; χρυσοῦν θέρος ἐξαμησάμενος Plu.Demetr. 4:—Pass., γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος (pf. part.) having all the race cut off root and branch, S.Aj.1178, cf. Paus.8.7.7.—Poet. and later Prose. [On the quantity, v. ἀμάω.] (ἐξαμοῦν· ἐκθερίζειν is corrupt in Hsch.)

(B), = ἐξαφύσσω (cf. ἀμάω B), τἄντερ' ἐξαμήσω Ar.Lys. 367:—Med., τὰ σπλάγχν' ἔφασκον ἐξαμήσεσθαι E.Cyc.236; ἐξαμησάμενος τὴν λατύπην IG22.244.81 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

(ἐξᾰμάω) 1 arrancar, sacar con violencia τἄντερ' ἐξαμήσω te arrancaré las entrañas de un mordisco, Ar.Lys.367
en v. med. mismo sent. τὰ σπλάγχν' ... βίᾳ E.Cyc.236.
2 en v. med. retirar, sacar haciendo un montón τὴν λατύπην τὴν ἐγκεχωμένην ἐκ τ[ō] ... πύργο IG 22.244.81 (IV a.C.).
(ἐξᾰμάω)
segar por completo fig. πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers.822, cf. A.1655, σπείρων ... κἀξαμῶν ἅπαξ S.Tr.33, cf. E.Ba.1315, ἔμελλε ... ὁ δαίμων ... τὸ γένος τὸ Κασσάνδρου κακῶς ἐξαμήσειν Paus.8.7.7
en v. med. mismo sent. γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος dejando segada la raíz de toda su estirpe S.Ai.1178, χρυσοῦν θέρος ἐξαμησάμενος Plu.Demetr.4.

German (Pape)

[Seite 867] abschneiden, abmähen, ernten; σπείρων κἀξαμῶν Soph. Tr. 33; θέρος, die Ernte vollenden, Aesch. Pers. 822; Eur. Bacch. 1316 u. Sp.; im med., Plut. Demetr. 4. – Uebtr., von Grund aus vertilgen, ausrotten; γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος Soph. Ai. 1157, mit der Wurzel des ganzen Stammes abgemäht, ausgerottet; vgl. Paus. 8, 7, 7; βρύκουσά σου τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ' ἐξαμήσω Ar. Lys. 367, die Eingeweide aus dem Leibe reißen, wie im med. τὰ σπλάγχν' ἔφασκον ἐξαμήσεσθαι βίᾳ Eur. Cycl. 236.

French (Bailly abrégé)

ἐξαμῶ :
f. ἐξαμήσω, part. pf. Pass. ἐξημημένος;
enlever avec la faux, moissonner, faucher ; fig. couper, arracher : ῥίζαν γένους SOPH extirper une race;
Moy. ἐξαμάομαι, ἐξαμῶμαι faucher, moissonner.
Étymologie: ἐξ, ἀμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμάω:
1 скашивать, сжинать, убирать (θέρος Aesch., Eur., Plut., med. Plut.);
2 вырывать (τὰ ἔντερα Arph.; med. τὰ σπλάγχνα Eur.): γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος Soph. чей род в корне пресечен.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμάω: θερίζω, ἐκθερίζω, ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης, ὅθεν ἔγκλαυστον ἐξαμᾷ θέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 822, πρβλ. Ἀγ. 1655, Εὐρ. Βάκχ. 1316· γῄτης ὅπως ἄρουραν ἔκτοπον λαβὼν σπείρων μόνον προσεῖδε κἀξαμῶν ἅπαξ Σοφ. Τρ. 33· μεταφ., τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ’ ἐξαμήσω, κατασπαράξω, Ἀριστοφ. Λυσ. 367· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, τὰ σπλάγχ’ ἔφασκον ἐξαμήσεσθαι βίᾳ Εὐρ. Κύκλ. 236. - Παθ., γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος (μετοχ. πρκμ.), μεθ’ ἅπαντος τοῦ γένους αὐτοῦ τεθερισμένου μέχρι ῥίζης, ἐξηφανισμένου ἄρδην, Σοφ. Αἴ. 1178. Μόνον ποιητ. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε ἀμάω.

Greek Monotonic

ἐξᾰμάω: μέλ. -ήσω, θερίζω ή ξερριζώνω, τελειώνω τον θερισμό, σε Τραγ.· μεταφ., κατασπαράζω, σκοτώνω, καταστρέφω, στη Μέσ., Ευρ. — Παθ., γένους ῥίζαν ἐξημημένος (μτχ. παρακ.), έχοντας το γένος του αφανισμένο από τη ρίζα, σε Σοφ.

Middle Liddell

1 fut. ήσω
to mow or reap out, to finish mowing or reaping, Trag.:—metaph. to cut out, in Mid., Eur.:—Pass., γένους ῥίζαν ἐξημημένος (part. perf.) having the race cut off root and branch, Soph.
2
= ἐξαφύσσω.