ἐπαράομαι
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
Cret. part. ἐπαριόμενον Leg.Gort., Cyren. ἐπαρεώμενοι Abh.Berl.Akad. (v. infr.):—
A imprecate curses upon, Πέρσῃσι πολλὰ ἐπαρησάμενος Hdt.3.75; ἐ. ἐξώλειαν (q.v.) ἑαυτῷ IG12.10.15, Antipho 5.11, Lys.12.10; τῶν ἱερῶν by the temples, Isoc.4.156.
2 c. dat. only, curse solemnly, Pl.Lg.931b, Jul.Or.2.50b, Leg.Gort.2.40, etc.
3 c. acc. rei only, τίνα.. τόνδ' ἐπηράσω λόγον; what imprecation is this that thou didst utter? S.El.388; τί ταῦτ' ἐπήραμαι; D.18.142: c. acc. et inf., Abh.Berl.Akad.1925(5).23 (Cyrene).
4 with κατά τινος, Schwyzer688C7 (Chios, v B. C.).
5 c. acc. pers., Pl.Lg.684d.
6 c. fut. inf., swear, vow, ἐ. τάδε... τούτῳ ξυναμυνεῖν E.IA60; vow in addition, βοῦν προσάξειν, εἰ.. Babr.23.7.
German (Pape)
[Seite 904] verwünschen, verfluchen; τῶν ἐμπρησθέντων ἱερῶν ἐπηράσαντο, sie setzten einen Fluch darauf, εἴ τινες κινήσειαν Isocr. 4, 156; τί οὖν ταῦτ' ἐπήραμαι Dem. 18, 142; τινί, Plat. Legg. XI, 931 b XII, 949 b; Clearch. bei Ath. XII, 541 c; τινί τι, Einem Etwas anwünschen, Πέρσῃσι πολλά Her. 3, 75; τὴν ἐξώλειαν ἑαυτῷ καὶ οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ Dem. 24, 151; 59, 10 u. A.; – λόγον, herbeiflehen, Soph. El. 388.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. ἐπηρασάμην, pf. ἐπήραμαι;
faire des imprécations : τι prononcer qqe imprécation ; τί τινι prononcer qqe imprécation contre qqn ; avec l'inf. faire vœu, en prononçant des imprécations, de, etc.
Étymologie: ἐπί, ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾱράομαι: (aor. ἐπηρασάμην, pf. ἐπήραμαι)
1 призывать (посылать) проклятия, проклинать (τινι Her., Plat.): ἐπηράσαντο, εἴ τι βουληθεῖεν … Isocr. они пригрозили проклятием всякому, кто пожелал бы …; τίνα τόνδ᾽ ἐπηράσω λόγον; Soph. что за проклятие ты произнесла?;
2 в виде проклятия призывать, желать (ἐξώλειάν τινι Dem.; κακὰς ὁδούς, κακὰς δ᾽ ἐπανόδους Plut.);
3 давать клятвенный обет (σπονδὰς καθεῖναι καὶ ἐπαράσασθαι τάδε Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαράομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: πρκμ. ἐπήραμαι, ἴδε κατωτ., Ἀποθ.: - ἐπικαλοῦμαι τὴν ὀργὴν τῶν θεῶν κατά τινος, ἐκφέρω κατάρας ἐναντίον τινός, Πέρσῃσι πολλὰ ἐπαρησάμενος Ἡρόδ. 3. 75· ἐπ. ἐξώλειάν τινι Ἀντιφῶν 130. 34, Λυσ. 121. 4· τῶν ἱερῶν, ἐν ὀνόματι τῶν ναῶν, Ἰσοκρ. 73Β. 2) μετὰ δοτ. μόνον, καταρῶμαι, τῷ ἑαυτοῦ ἐπαράσασθαι παιδὶ Πλάτ. Νόμοι 931Β, κτλ. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, τίνα... τόνδ’ ἐπαράσω λόγον; τί ἀρὰ εἶναι αὕτη ἡ ἐξελθοῦσα ἐκ τοῦ στόματός σου; Σοφ. Ἠλ. 388· τί ταῦτα ἐπήραμαι; Δημ. 275. 7. 4) μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τάδ’..., τούτῳ ξυναμυνεῖν Εὐρ. Ι. Α. 60, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 10.
Greek Monotonic
ἐπᾰράομαι: μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, παρακ. -ήρᾱμαι· αποθ.· εξαπολύω κατάρες εναντίον κάποιου, τινι, σε Ηρόδ.· ἐπ. λόγον, ξεστομίζω κατάρα, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. -άσομαι ionic -ήσομαι perf. -ήρᾱμαι
Dep.:— to imprecate curses upon, τινι Hdt.; ἐπ. λόγον to utter an imprecation, Soph.