Δώριος
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pratin. Lyr.1.17, Arist.Pol.1276b9: —Dorian, Pi.O.3.5; ἁπλοῦν τε καὶ Δ. Plu.Lys.5, etc.; especially of the Dorian mode in music, Arist.Pol.l.c., 1290a22.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Pi.O.1.17, 3.5, N.5.37, Fr.191, Simm.Ouum 4]
1 mús., del modo musical dorio μέλος Pi.Fr.67, D.H.Dem.22.1, Δ. κέλευθος recorrido dorio, e.e., escala doria por la que se transita para componer en el modo dorio, Pi.Fr.191, ἁρμονία Arist.Pol.1276b9, D.Chr.33.42, cf. Arist.Pol.1290a22, Luc.Harm.1, Clem.Al.Prot.1.5, τρόπος D.H.Comp.19.8, Plu.2.1136f, Aristid.Quint.81.18, σύστημα Aristid.Quint.18.13, αὔλημα Paus.9.12.5, αὐλοί Antigen.Lyr.1, ἀηδών Simm.l.c., φόρμιγξ Pi.O.1.17, χορεία Pratin.3.17, ἠχώ Nonn.D.25.21, φωνή Theoc.Ep.18.1, τόνος Plu.2.1135a, 1137d, Aristid.Quint.30.11, cf. Plu.2.1143c, Aristox.Harm.47.4, διάκοσμος Orph.H.34.18, cf. 23, fig. Δ. Ὀρφεύς el Orfeo dorio ref. Bión, Mosch.3.18
•tb. métr. Δ. ... πέδιλον cadencia doria prob. del dactilo-epitrito, Pi.O.3.5.
2 que es propio del pueblo dorio o pertenece a los dorios Δ. ὕδωρ ref. la fuente Aretusa en Siracusa, Mosch.3.1, Δώριος ἁ μελέτα la disciplina doria, AP 7.436 (Hegemo), νόμος ref. a la ley de Licurgo, Plu.Cleom.16, Δώριον ... ἀληθινόν franqueza doria Plu.Lys.5, Ἰσθμὸς Δ. el istmo de Corinto, Pi.N.5.37, σέλινα Δώρια coronas de apio dorias, e.d., las victorias en los juegos Istmicos, Pi.I.2.15, 8.64
•subst. τὸ Δώριον, τὰ Δώρια locucion(es), palabra(s) doria(s) A.D.Synt.238.10, Sch.Er.Il.2.393a, EM 443.27G.
•τὰ Δώρια melodías al modo dorio Plu.2.1137d
•prov. ἀπὸ Δωρίου ἐπὶ Φρύγιον de lo dorio a lo frigio expr. tomada de los modos musicales para indicar el cambio de lo tranquilo a lo exaltado, Apostol.3.61, Sud.
3 arq. de estilo dórico ἔστι δὲ ἡ κατασκευὴ τῆς στοᾶς Δ. Paus.6.24.5, ἐργασία τοῦ ναοῦ Paus.5.10.2, 16.1, cf. 6.24.2. < Δώριος Δωρίππη > Δώριος
v. Δούριος.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.
German (Pape)
dorisch, ἁρμονία, τόνος, dorische Tonart, Music.
Russian (Dvoretsky)
Δώριος: и 3 Pind., Arst., Anth. = Δωρικός.
Greek (Liddell-Scott)
Δώριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Πρατίν. 1. 19, Ἀριστ. Πολ. 3, 3, 8., 4. 3, 7, Πίνδ. Ο. 3. 9, κτλ.· -ἰδίως ἐπὶ τοῦ Δωρίου τρόπου τῆς μουσικῆς (πρβλ. Δωριστί), Ἀριστ. Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
English (Slater)
Δώριος
1 Dorian
a of Dorian lyric poetry, esp. its music. ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.17) Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ (τῷ μέλει. Σ) (O. 3.5) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (<αὐλός> supp. Bergk) *fr. 191* test., Σ (O. 1.26) g: περὶ δὲ τῆς Δωριστὶ ἁρμονίας εἴρηται ἐν παιᾶσιν, ὅτι Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστι fr. 67.
b of the Isthmus of Korinth. Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64)
Greek Monotonic
Δώριος: -α, -ον και -ος, -ον, Δωρικός, σε Πίνδ., Αριστ.
Middle Liddell
Dorian, Pind., Arist.