Πύθιος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πύθῐος Medium diacritics: Πύθιος Low diacritics: Πύθιος Capitals: ΠΥΘΙΟΣ
Transliteration A: Pýthios Transliteration B: Pythios Transliteration C: Pythios Beta Code: *pu/qios

English (LSJ)

[ῡ; ῑ metri gr. in h.Ap.373], α, ον, (Πυθώ) Pythian, i.e. Delphian, epithet of Apollo, l.c., Pi.O.14.11, etc. (Π. alone is f.l. in E. Ion 285); ἐν Πυθίου in
A his temple, Th.6.54 (citing Πυθίου ἐν τεμένει from IG12.761), IG22.17.10, prob. in Pl.Grg. 472b; also οἱ Πύθιοι, αἱ Πύθιαι, the gods and goddesses worshipped at Pytho or Delphi, Ar.Th. 332, cf. IG14.2436 (Massilia).
2 = Πυθικός, ἄεθλα, στέφανοι, μαντεύματα, Pi.P.3.73, 10.26, I.7(6).15; ἀκταί S.OC1047 (lyr.); ἀστραπαί E.Ion285; κύκνος Ar.Av.870.
II οἱ Πύθιοι, at Sparta, four persons whose office it was to consult the Delphic oracle on affairs of state, Hdt.6.57, X.Lac.15.5, etc.; cf. Πυθία, Πύθια, Πύθιον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 Pythique, Pythien, surnom d'Apollon, honoré à Pythô (v. Πυθώ) : ἐν Πυθίου THC dans le sanctuaire d'Apollon Pythien;
2 qui concerne Apollon Pythien : Πύθια ἄεθλα, ou abs. Πύθια, les jeux Pythiques, en l'honneur d'Apollon (particul. à Delphes) ; οἱ Πύθιοι, les Pythiens, nom de quatre dignitaires des rois de Sparte, qui étaient chargés d'aller consulter l'oracle d'Apollon à Delphes ; πρὸς Πυθίαις ἀκταῖς SOPH près de la côte située au-dessous du Pythion, sur la route d'Athènes à Éleusis.
Étymologie: Πυθώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πύθιος -α -ον [Πυθώ] epithet, van Pytho (streek rond Delphi), Pythisch, epithet van Apollo;; ἐν Πυθίου in de tempel van Apollo Pythios Thuc. 6.54.6; subst. ὁ Πύθιος de Pythiër (= Apollo); subst. τὰ Πύθια Pythische spelen; subst. οἱ Πύθιοι de Pythiërs (officiële gezanten uit Sparta om het orakel te raadplegen); Hdt. 6.57.2; aan Apollo gewijd:. ἀκταί strand van Apollo Soph. OC 1047.

Russian (Dvoretsky)

Πύθιος: (ῡ)
1 пифийский (эпитет Аполлона по храму в Πυθώ): ἐν Πυθίου Thuc. в храме Аполлона Пифийского;
2 Pind., Soph., Eur., Arph. = Πυθικός.

English (Slater)

Πῡθῐος (-ίου, -ιον, -ιε; -ίων, -ίοις(ι).)
1 Pythian
a adj., παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα (O. 14.11) ἀέθλων Πυθίων (P. 3.73) “Πύθιον ναὸν” (P. 4.55) στεφάνων Πυθίων (P. 10.26) ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται (N. 7.34) μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15)
b subs.,
I masc., the Pythian i. e. Apollo. ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον (N. 3.70) λέχει ] κόρα μιγεῖσ' Ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε (*pa. 9. 43.)
bn. pl., Pythian Games ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν (N. 2.9)

Greek Monotonic

Πύθιος: -α, -ον (Πῡθώ),·
I. 1. Πυθικός, δηλ. Δελφικός, αυτός που ανήκει στον Απόλλωνα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Αττ.· Πύθιος μόνο του, σε Ευρ.· ἐν Πυθίου, στο ναό του, σε Θουκ.
2. = Πυθικός, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
II. οἱ Πύθιοι, Λακων. Ποίθιοι, στη Σπάρτη τέσσερα πρόσωπα που καθήκον τους ήταν να συμβουλεύονται το μαντείο των Δελφών για υποθέσεις της πολιτείας, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

Πύθιος: -α, -ον, (Πῡθὼ) ὁ Πυθικός, δηλ. Δελφικός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 373, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· Πύθιος μόνον, Εὐρ. Ἴων 285· ἐν Πυθίου, ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ, Θουκ. 6. 54 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἐν Πυθίῳ ἢ ἐν Πυθοῖ, ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 472Α)· - ὡσαύτως, οἱ Πύθιοι, αἱ Πύθιαι, οἱ θεοὶ καὶ αἱ θεαί, οἱ λατρευόμενοι ἐν Πυθοῖ ἢ Δελφοῖς, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 332, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6769. 2) = Πυθικός, ἄεθλα, στέφανοι, μαντεύματα Πίνδ.· ἀκταὶ Σοφ. Ο. Κ. 1047· ἀστραπαὶ Εὐριπ. Ἴων 285· κύκνος Ἀριστοφ. Ὄρν. 870. - Πρβλ. Πυθία, Πύθια, Πυθαεύς, Πύθιον. ΙΙ. οἱ Πύθιοι, Λακωνικ. Ποίθιοι, ἐν Σπάρτῃ τέσσαρες ἄνδρες ὧν καθῆκον ἦτο ἀπερχόμενοι εἰς Δελφοὺς νὰ ἐρωτῶσι τὸ μαντεῖον περὶ ὑποθέσεων τῆς πολιτείας, Ἡρόδ. 6. 57, Ξεν. Λακ. 15. 5, Κικ. Div. 1. 43· δύο ἐξ αὐτῶν συνώδευον τὸν βασιλέα καὶ εἶχον μεγάλας τιμάς, Müll. Dor. 3. 1. §9. [Ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρόν, εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Πύθιος ἐν Εὐρ. Ἴωνι 285 (τιμᾷ σε Πύθιος ἀστραπαί τε Πύθιαι) εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ Φοῖβος].

Middle Liddell

Πύθιος, η, ον [Πῡθώ]
I. Pythian, i. e. Delphian, of Apollo, Hhymn., Pind., Attic; Π. alone, Eur.; ἐν Πυθίου in his temple, Thuc.
2. = Πυθικός, Pind., Soph., etc.
II. οἱ Πύθιοι, Lacon. Ποίθιοι, at Sparta, four persons whose office it was to consult the Delphic oracle on affairs of state, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

Pythian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)