αγγείο

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀγγεῖον και ιων. ἀγγήιον)
1. κάθε είδους (χάλκινο, πήλινο κ.λπ.) δοχείο με σκοπό κυρίως χρηστικό (τοποθέτηση και φύλαξη υγρών ή στερεών), αλλά μερικές φορές και με χαρακτήρα διακοσμητικό
2. αιμοφόρος ή λεμφοφόρος σωλήνας ανθρώπων και ζώων
3. αγωγό στοιχείο για τη μεταφορά διαφόρων υλικών μέσα στο φυτό
νεοελλ.
μτφ. «αισχρό ή βρομερό αγγείο», «αγγείο του Σατανά ή του διαβόλου» — άνθρωπος κακός, αισχρός, πρόστυχος, πανούργος, ικανός για κάθε κακή πράξη (ίσως από τη σημασία «ανθρώπινο σώμα» που η λ. αγγείο είχε στην αρχαία γλώσσα
πρβλ. και μτφ. σημασίες της λ. σκεύος στην Καινή Διαθήκη)
αρχ.
1. (ειδικά για το νερό) υδρία
2. γουδί
3. ειδικό σκεύος όπου φύλασσαν χρήματα, χρηματοκιβώτιο
4. δερμάτινος σάκος, ασκός
5. λάρνακα, σαρκοφάγος
6. (για φυτά) η κάψα
7. (στην Ιατρική με διάφορες σημασίες) κυψέλη, πνεύμονας, το γυναικείο στήθος, πλακούντας
8. το ανθρώπινο σώμα
9. μτφ. αγκαλιά, λίκνο (Πλάτ. Κριτίας 111a: «θαλάττης ἀγγεῖον»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγγος, που σιγά σιγά πήρε τη θέση του.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγγείδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγειολογῶ, ἀγγειοτομία, ἀγγειώδης
νεοελλ.
αγγειαλγία, αγγειεκτομή, αγγειογράφος, αγγειοδιασταλτικός, αγγειοθήκη].